Τετάρτη |
1907: Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Rudyard Kipling) |
10 Δεκεμβρίου, 1907
«Οι προτάσεις για τα ονόματα των κατάλληλων αποδεκτών του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για το τρέχον έτος ήταν πολλές, και δεν υπήρξε έλλειψη εξαιρετικά ικανών υποψηφίων γι αυτή την τιμητική και πολυπόθητη διάκριση.
Εξ αυτών των υποψηφίων, η Σουηδική Ακαδημία αυτή τη φορά έχει επιλέξει έναν συγγραφέα από την Μεγάλη Βρετανία.
[....] Ο Κίπλινγκ μάς έχει δώσει περιγραφές πολλών διαφορετικών χωρών σε έντονες αποχρώσεις. Αλλά το γλαφυρό επιφαινόμενο δεν υπήρξε το κύριο στοιχείο του' είχε, πάντα, σε όλους τους τόπους, ένα ανδροπρεπές ιδανικό μπροστά του: πάντα να είναι «έτοιμος, αενάως έτοιμος στην κλήση του καθήκοντος» και στη συνέχεια, εν ευθέτω χρόνω, να «πάει στο Θεό σαν στρατιώτης».
Η Σουηδική Ακαδημία, με την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το τρέχον έτος, στον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, επιθυμεί να αποτίσει φόρο τιμής στη λογοτεχνία της Αγγλίας, τόσο πλούσια σε πολύπλευρα κλέη, και στην σημαντικότατη ιδιοφυΐα στο χώρο της αφήγησης που γέννησε αυτή η χώρα στους καιρούς μας.» - Carl David af Wirsén
Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Joseph Rudyard Kipling, 1865–1936)
Άγγλος πεζογράφος και ποιητής, γεννήθηκε το 1865 στην Βομβάη της Ινδίας, από πατέρα αρχαιολόγο αρχιτέκτονα, και έλαβε την βασική μόρφωση στην Αγγλία. Το 1882 επανήλθε στην Ινδία, εργάσθηκε ως υποδιευθυντής της "Πολιτικής και Στρατιωτικής εφημερίδας" της Λαχώρης, μετά ταξίδεψε στην Κίνα, στην Ιαπωνία και την Αμερική. Κατά την διαμονή του στην Ινδία δημοσίευσε το σατιρικό ποίημα "Επαρχιακά τραγούδια" (Department Ditties, 1886), τα πεζά "Απλές ιστορίες από τους λόφους" (1887). "Τρεις στρατιώτες", "Ιστορία των Γκάτσμπι", "Μαύρο και άσπρο", "Υπό τους κέδρους", "Το φάντασμα Ρίκσοου", "Ουίλλι Ουίνκι" (1889) κ.λπ. Το 1892 εγκαταστάθηκε στο Βερμόντ της Βορείου Αμερικής, έζησε εκεί κάποια χρόνια, και μετά επανήλθε στην Αγγλία. Τότε δημοσίευσε το μεγάλο διήγημα "Το φως που έσβησε" (1891) και μετά από λίγο τα δημοφιλή διηγήματα "Οι αναποδιές της ζωής" (1891), "Πολλαπλά επινοήματα" (1893) και το ποίημα "Τραγούδια του στρατώνα" (1892). Επακολούθησαν "Το βιβλίο της ζούγκλας" (1894), "Το Δεύτερο βιβλίο της ζούγκλας" (1895), "Οι επτά θάλασσες" (ποίημα, 1896), "Η εργασία της ημέρας" (1898), "Τα πέντε έθνη" ποιήματα που εκδόθηκαν το 1903 και στα οποία περιλαμβάνεται το περίφημο ποιήμα "Αποχώρηση" (που πρώτα δημοσιεύθηκε στους Τάιμς του Λονδίνου στις 17 Ιουλίου του 1897, με την ευκαιρία του δευτέρου ιωβηλαίου της βασίλισσας Βικτωρίας), "Κιμ" (1901), "Απλές ιστορίες μόνον" (1902), "Δράσεις και αντιδράσεις" (1909), "Δούναι και λαβείν" (1922) κ.ά.
Ο Κίπλινγκ ως πεζογράφος, είναι ένας από τους πιο δόκιμους Άγγλους αφηγητές. Τα έργα του διακρίνονται για την έμπνευση της υπόθεσης, την ποικιλία των χαρακτήρων, την ζωηρότητα του διαλόγου, κατά τον οποίο ο Κίπλινγκ μεταχειρίζεται το γλωσσικό ιδίωμα που ταιριάζει στο κάθε πρόσωπο. Τα ποιήματά του είναι αριστοτεχνικός συνδυασμός λέξεων και ρυθμών, γεμάτα μελωδικούς τόνους και πατριωτικές δονήσεις. Από τα πεζά έργα του τα καλύτερα είναι ο "Κιμ", τα δύο "Βιβλία της ζούγκλας" και οι "Απλές ιστορίες μόνον". Εξαιρετική είναι η ικανότητά του στις σύντομες διηγήσεις. Το όνομά του έγινε γνωστό και αγαπητό στον βρετανικό κόσμο ιδιαίτερα για τα ποιήματα εκείνα στα οποία εμφανίζεται ως απόστολος του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Η ποίησή του διαπνέεται από πνεύμα μυστικισμού, όμως αγγλοσαξωνικού μυστικισμού, που υπαγορεύει θετική ενέργεια προς επικράτηση των Βρετανών ως εκλεκτού λαού του Θεού. Κατά την διάρκεια του Παγκοσμίου πολέμου, ο Κίπλινγκ δημοσίευσε κάποια πατριωτικά πεζά και ποιήματα, ανάμεσα στα οποία "Ο νέος στρατός" (1915), "Η Γαλλία και ο πόλεμος" (1915), "Ο κατά θάλασσαν πόλεμος" (1916) κ.ά. Το 1907 του απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, και πολλά βρεττανικά πανεπιστήμια του απένειμαν τιμές και τον αναγνώρισαν ως ακαδημαϊκό πολίτη τους. - (Βιογραφικό από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, εκδόσεως 1931, με απόδοση στην καθομιλουμένη)
πορτραίτο: από τον John Maler Collier (a1reproductions.com)
The jungle book
Ο Νόμος της Ζούγκλας, που ποτέ δεν προστάζει τίποτα χωρίς λόγο, απαγορεύει σε κάθε ζώο να τρώγει Άνθρωπο εκτός από όταν τον θανατώνει για να δείξει στα παιδιά του πώς να σκοτώνουν, και μετά πρέπει να κυνηγά έξω από τους κυνηγότοπους της αγέλης του είδους του. Ο ουσιαστικός λόγος γι αυτό είναι ότι η θανάτωση ανθρώπου συνεπάγεται, αργά ή γρήγορα, την άφιξη λευκών πάνω σε ελέφαντες, με όπλα, και εκατοντάδες μελαμψούς άνδρες με γκονγκς και φωτοβολίδες και πυρσούς. Τότε όλοι στην Ζούγκλα υποφέρουν. Το επιχείρημα που τα ζώα διοχετεύουν μεταξύ τους είναι πως ο Ανθρωπος είναι το πιο αδύναμο και το πιο ευάλωτο από όλα τα έμβια όντα, και είναι αντιαθλητικό να του προκαλέσεις ζημιά. Λένε ακόμα – και είναι αλήθεια – πως οι ανθρωποφάγοι γίνονται ψωριάρηδες και χάνουν τα δόντια τους.
Μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
- από το βιβλίο Rudyard Kipling, Τhe Jungle Book
Κάτι από τη ζωή μου
Ένα βράδυ, την ώρα που έκλεινα την εφημερίδα, κοίταξα, όπως συνήθως, το κύριο άρθρο. Ήταν γραμμένο στο μεροληπτικό, μισο-δικανικό ύφος που χρησιμοποιούσαν κάποιες αγγλικές εφημερίδες αναφερόμενες στις εφημερίδες των λευκών της Ινδίας από το 1932 ως το 1934, και, όπως κι εκείνες, έδινε μια ελάχιστα κεκελυμένη έκθεση των ιδεωδών της κυβέρνησης. Στη μετέπειτα ζωή μου έμαθα ότι το ύφος αυτό προσεγγίζει καλύτερα, αλλά τότε μου προκάλεσε έκπληξη και ρώτησα τον αρχισυντάκτη τι σήμαιναν όλα αυτά. Απάντησε όπως θα απαντούσα κι εγώ στη θέση του: «Δεν είναι δική σου δουλειά». Και, καθώς αυτός ήταν παντρεμένος, πήγε σπίτι του. Εγώ πήγα στη Λέσχη, που, όπως θυμάστε, ήταν όλος μου ο έξω κόσμος.
Καθώς μπήκα στην μακρόστενη, φτωχική τραπεζαρία, όπου καθόμασταν όλοι στο ίδιο τραπέζι, όλοι γιουχάισαν. Ήμουν αρκετά αθώος, ώστε να ρωτήσω: «Πού είναι το αστείο; Ποιον γιουχάρουν;». «Εσένα», είπε αυτός που ήταν δίπλα μου. «Η παλιοφυλλάδα σου σαμποτάρει το νομοσχέδιο ».
Δεν είναι ευχάριστο για κάποιον στα είκοσί του χρόνια να κάθεται ακίνητος ενω όλο το σύμπαν τον αποδοκιμάζει. Μετά, σηκώθηκε ένας λοχαγός, ο Υπασπιστής των Εθελοντών, και είπε: «Σταματήστε! Ο νεαρός κάνει απλώς τη δουλειά του». Η αποδοκιμασία ελαττώθηκε σταδιακά, αλλά εγώ είχα δει ένα μεγάλο φως. Ο Υπασπιστής είχε απόλυτο δίκιο. Ήμουν μισθωτός, πληρωνόμουν για να κάνω αυτό που έκανα και δεν απολάμβανα την ιδέα. Κάποιος είπε ευγενικά: «Καταραμένο νεαρούδι! Δεν ξέρεις ότι η εφημερίδα σου έχει σύμβαση εκτύπωσης με την κυβέρνηση;». Εγώ το ήξερα, αλλά ποτέ δεν είχα συνδυάσει τα δυο στοιχεία.
*
[....] Λίγες βδομάδες μετά την επιστροφή μας από το υπέροχο αυτό ταξίδι, με ειδοποίησαν ότι είχα πάρει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για εκείνη τη χρονιά. Ήταν μια πολύ μεγάλη τιμή και, από όλες τις απόψεις, απροσδόκητη.
Έπρεπε να πάω στην Στοκχόλμη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πέθανε ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Σουηδίας. Φτάσαμε στην πόλη, που ήταν ντυμένη στο χιόνι κάτω από την ήλιο, και αντικρίσαμε όλους τους ανθρώπους με τα επίσημα ρούχα και το επίσημο πένθος, κάτι που ήταν εντυπωσιακό κατά έναν παράξενο τρόπο. Το επόμενο απόγευμα, οι νικητές των βραβείων παρουσιάστηκαν στον επόμενο βασιλιά. Σε αυτά τα γεωγραφικά πλάτη το χειμώνα σκοτεινιάζει από τις τρεις και εκείνη τη μέρα χιόνιζε. Το ένα μισό της τεράστιας έκτασης του παλατιού ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι, γιατί εκεί βρισκόταν η σορός του αποθανόντος βασιλέα. Περάσαμε ατελείωτους διαδρόμους που έβλεπαν σε σκοτεινές τετράγωνες αυλές, όπου το χιόνι άσπριζε τα πανωφόρια των φρουρών, με τα ουραία των παλιών κανονιών και τους σωρούς των βλημάτων δίπλα τους. Γρήγορα φτάσαμε σε ένα ζωντανό κόσμο με περισσότερους διαδρόμους και δωμάτια, κατάφωτα, αλλά τυλιγμένα στη σιγαλιά της Αυλής που δε μοιάζει με καμιά άλλη σιωπή στον κόσμο. Τότε, σε μια μεγάλη, φωτισμένη αίθουσα ο καινούριος βασιλιάς, κατάκοπος και με κουρασμένα μάτια, είπε στον καθένα τα λόγια που άρμοζαν στηνπερίσταση. Μετά, η βασίλισσα, με μια θαυμάσια πένθιμη περιβολή αντάξια της Μαρίας της Σκοτίας, είπε κι αυτή μερικά λόγια, και επιστρέψαμε υπό την καθοδήγηση αξιωματικών της Αυλής, με ελαφρό βήμα, μέσα από μια σιωπή τόσο βαθιά που ακουγόντουσαν μέχρι και οι τριγμοί των παρασήμων πάνω στις στολές. Είπαν ότι τα τελευταία λόγια του αποθανόντος βασιλέα ήταν: «Mην τους αφήσετε να κλείσουν τα θέατρα για χάρη μου». Έτσι η Στοκχόλμη συνέχισε εκείνο το βράδυ νηφάλια τις διασκεδάσεις της, βουβή κάτω από το χιόνι.
*
[....] Έχω περιγράψει το περιβάλλον των νεανικών μου χρόνων και το πλούσιο υλικό με το οποίο με εφοδίασε. Επίσης, το πόσο αυστηρά οι χώροι των εφημερίδων περιόρισαν τον καμβά μου και, για χάρη του αναγνώστη, μου επέβαλαν ότι εντός αυτών των ορίων θα έπρεπε να υπάρχει κάποια αρχή, μέση και τέλος. Η τακτική μου δημοσιογραφική δραστηριότητα, τα ρεπορτάζ και τα άρθρα, μου έδωσαν επίσης τα ίδια μαθήματα, που πέρασα ένα γεμάτο ανυπομονησία διάστημα ώσπου να τα μάθω. Εκτός από όλα αυτά, ήμουν σχεδόν κάθε βράδυ υπόλογος για την παραγωγή μου σε ορατούς και συχνά σκληρά εύγλωττους κριτικούς στη λέσχη. Δεν τους απασχολούσαν τα όνειρά μου. Ήθελαν ακρίβεια και ενδιαφέρον, αλλά πρώτα απ' όλα ακρίβεια.
Το νεανικό μυαλό μου βρισκόταν σε αναβρασμό εξαιτίας των νέων πραγμάτων που έβλεπα και συνειδητοποιούσα, όπου έστρεφα το βλέμμα μου• και αν ήθελα με κάθε τρόπο να μείνω στην επιφάνεια, ήταν απαραίτητο κάθε λέξη να λέει, να μεταφέρει, να έχει βάρος, γεύση και, αν χρειαζόταν, μυρωδιά. Σε αυτό με βοήθησε σημαντικά ο πατέρας, με τη συμβουλή «να αφήνω τα πράγματα στην ησυχία τους». «Κάνε τους δικούς σου πειραματισμούς», είπε. «Είναι ο μόνος δρόμος. Αν σε βοηθούσα, θα σε εμπόδιζα». Έτσι έκανα τους πειραματισμούς μου και φυσικά όσο πιο ευτελή ήταν τα αποτελέσματα τόσο περισσότερο τα θαύμαζα.
Ευτυχώς, η ίδια η πράξη της συγγραφής ήταν -και ήταν πάντα έτσι- μια φυσική ευχαρίστηση για μένα. Αυτό έκανε ευκολότερο το να απορρίπτω ό,τι δεν έβγαινε καλό και να εξασκούμαι κατά κάποιο τρόπο στις κλίμακες.
Η στιχουργία, φυσικά, ήρθε πρώτη• και σε αυτή την περίπτωση η μητέρα ήταν δίπλα μου, εκτοξεύοντας πού και πού κάποιο απογοητευτικό σχόλιο που με εξόργιζε. Αλλά όπως είπε και εκείνη: «Δεν υπάρχει μητέρα στην ποίηση, χρυσό μου». Και ήταν εκείνη που είχε συγκεντρώσει και τυπώσει με δική της πρωτοβουλία, στίχους τους οποίους είχα γράψει στο σχολείο μέχρι τα δεκαέξι μου χρόνια, και τους οποίους της έστελνα με εμπιστοσύνη από το μικρό Σπίτι των Αγαπητών Κυριών. Αργότερα, όταν το όνομά μου έγινε γνωστό, «παρουσιάστηκαν αυτοί οι σημαντικοί άνθρωποι» και το αθώο βιβλίο «βγήκε στην αγορά»• και δικηγόροι από τη Φιλαδέλφεια - ένα ξεχωριστό είδος - ήθελαν να μάθουν, επειδή είχαν πληρώσει πολλά για ένα παλιό αντίτυπο, τι θυμόμουν από τη γέννηση του. Οι στίχοι είχαν γραφτεί πρώτα σε ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο, το πρωτοσέλιδο του οποίου είχε διακοσμήσει ο πατέρας με ένα σκανδαλώδες σκίτσο σε σέπια, που έδειχνε τον Τέννυσον και τον Μπράουνινγκ να παρελαύνουν και ένα διοπτροφόρο σχολιαρόπαιδο να τους ακολουθεί. Όταν τελείωσα το σχολείο το έδωσα σε μια γυναίκα η οποία μου το επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια. Για το λόγο αυτό θα έχει ανώτερη θέση στον παράδεισο, από αυτή που της εξασφαλίζει η φυσική της καλοσύνη.
... ... ...
Μετάφραση: Σοφία Παυλίδου
Επιμέλεια: Παυλίνα Παμπούδη
- από το βιβλίο Rudyard Kipling, Kάτι από τη ζωή μου
Εκδόσεις: Printa / εκ βαθέων, 2002
Ο Σίβα και η ακρίδα
(Το τραγούδι που η μητέρα του Τομάι τραγουδούσε στο μωρό της)
Ο Σίβα που δίνει τη σοδειά και στέλνει τον αέρα
πριν από χρόνια καθισμένος στο κατώφλι της ζωής
έδωσε στον καθένα τροφή, δουλειά και μοίρα
απ' το βασιλιά πάνω στο θρόνο ως το φτωχό στην πύλη.
Αυτός τα 'φτιαζε όλα, ο Σίβα ο Προστάτης.
Μαχάντεο! Μαχάντεο! Αυτός τα 'φτιαζε όλα.
Αγκάθια για την καμήλα, σανό για την αγελάδα
και της μάνας την καρδιά για το μικρό αγοράκι!
Στάρι έδωσε στους πλούσιους, κεχρί στονς φτωχούς
και ψίχουλα στονς καλογέρους που χτυπούν τις πόρτες ζητιανεύοντας'
γελάδια στην τίγρη, ψοφίμια στα γεράκια
και στονς άγριους λύκους προβιές και κόκαλα.
Τα δώρα που του ταίριαζαν πήρε ο καθένας.
Μα η Παρμπάτι έβλεπε όσα πήγαιναν κι έρχονταν
και σκέφτηκε να πειράξει τον άντρα της, να τον ρεζιλέψει
κι έκρυψε στον κόρφο της μέσα μια ακρίδα.
Πήγε να κοροϊδέψει τον Σίβα τον Προστάτη.
Μαχάντεο! Μαχάντεο! Πήγε να τον κοροϊδέψει.
Βαριές είν' οι αγελάδες, ψηλές είναι οι καμήλες
μα πιο μικρό απ 'αντό το πλάσμα δεν υπάρχει στη γη, μικρό αγοράκι!
Όταν τέλειωσε η μοιρασιά, η Παρμπάτι του 'πε γελώντας:
«Αφέντη, που όλους τους τάισες, μήπως ξέχασες κάτι;»
Κι ο Σίβα απάντησε με γέλια:
«Όλους τους τάισα• μέχρι κι αυτό πον κρύβεις μες στα στήθη».
Κι όταν εκείνη από την καρδιά της έβγαλε τη μικρή ακρίδα
είδε πως αυτή έτρωγε πράσινο φυλλαράκι.
Απόρησε και θαύμασε και προσευχήθηκε στον Σίβα
που ούτε στο πιο μικρό πλάσμα δεν αρνήθηκε τα δώρα.
Αυτός τα 'φτιαζε όλα, ο Σίβα ο Προστάτης.
Μαχάντεο! Μαχάντεο! Αντός τα 'φτιαξε όλα.
Αγκάθια για την καμήλα, σανό για την αγελάδα
και της μάνας την καρδιά για το μικρό αγοράκι!
Μετάφραση: Χρυσόστομος Λογοθέτης
Επιμέλεια: Λένια Μαζαράκη
- από Το βιβλίο της ζούγκλας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Εικονογράφηση: Christian Broutin
Εκδόσεις: Ερευνητές, 2000
Ακόμα:
-στα "αυτοβιογραφικά": Ράντγιαρντ Κίπλινγκ: Στο σπίτι της Ευτυχίας
|
posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:23 μ.μ. |
|
|
|
|