οι νομπελίστες της λογοτεχνίας

Σάββατο
1911: Μωρίς Μαίτερλιγκ (Maurice Maeterlinck)

December 10, 1911
Φέτος, εξόχως ικανά πρόσωπα, έχουν προτείνει αρκετούς ανθρώπους των γραμμάτων ως υποψηφίους για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ανάμεσα σ' αυτούς πολλοί επέδειξαν τόσο σπουδαίες και ασυνήθιστες αρετές που ήταν πολύ δύσκολο να σταθμίσουμε τα σχετικά τους πλεονεκτήματα. Αυτή τη χρονιά, στην χορήγηση του βραβείου στον Μωρίς Μαίτερλινγκ που είχε προταθεί και άλλες φορές, κατά το παρελθόν, και είχε ληφθεί υπ' όψιν με σοβαρότητα, αποφασιστική σημασία για την Σουηδική Ακαδημία είχε, πρωτίστως, η προφανής πρωτοτυπία του και η μοναδικότητα του ταλέντου του ως συγγραφέα...

[....] Ο Μωρίς Μαίτερλιγκ ανήκει στους εκλεκτούς, του τομέα της ποίησης. Οι προτιμήσεις μπορεί να μεταβάλλονται αλλά η γοητεία του "Αγκλαβαίν και Σελυζέτ" (Aglavaine et Sélysette) παραμένει. Σήμερα η Σουηδία, η χώρα των σάγκα και των παραδοσιακών τραγουδιών, προσφέρει το παγκόσμιο βραβείο στον ποιητή που μας έκανε να αισθανθούμε τις τρυφερές δονήσεις της μελωδίας που κρύβεται στις καρδιές των ανθρώπων. -
C.D. af Wirsén



O Μωρίς Μαίτερλιγκ [Count Maurice (Mooris) Polidore Marie Bernhard Maeterlinck, 1862-1949] γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1862 στην Γάνδη, από πλούσια αστική οικογένεια της πόλης. Το 1890 δημοσιεύει το πρώτο θεατρικό του έργο, "Πριγκίπισσα Μαλέν". Πρόκειται για ένα από τα οκτώ έργα του, μέχρι το 1894, με τα οποία θα δημιουργήσει ένα θέατρο της ψυχής, όπως το πρεσβεύει ο συμβολισμός σ' αυτήν την νέα θεατρική φόρμα. Τρεις αρχές κυριαρχούν: το στατικό δράμα (πρόσωπα ακίνητα, παθητικά και δεκτικά του αγνώστου), το υψηλό πρόσωπο (που συχνά ταυτίζεται με τον θάνατο, είναι η μοίρα ή το πεπρωμένο, κάτι πιο σκληρό ίσως κι απ' τον θάνατο), η καθημερινότητα του τραγικού (απουσία ηρωισμού, το απλό γεγονός να ζει κανείς ένα τραγικό).
Την ίδια χρονιά γράφει τα θεατρικά "Η παρείσακτη" και "Οι τυφλοί", και το 1892, το "Πελλέας" και "Μελισσάνθη", που θεωρείται το αναμφισβήτητο αριστούργημα του συμβολικού θεάτρου.
Το 1894 γράφει τα έργα "Εσωτερικό" και "Ο θάνατος του Τενταζίλ". Το 1902 γράφει το ιστορικό δράμα "Μόννα Βάννα", έπειτα από το οποίο θα ασχοληθεί λιγότερο με το θέατρο, ενώ η γραφή του, καθώς απομακρύνεται από την επίδραση του συμβολισμού, γίνεται πολύ πιο συμβατική, με στοιχεία ιστορικά, ψυχολογικά και θεαματικά.
Το 1907 μελοποιείται από τον Πωλ Ντυκά το έργο του "Αριάδνη και Κυανοπώγων".
Το 1908 γράφει το "Γαλάζιο πουλί" (δραματικό παραμύθι για παιδιά) το οποίο ανεβάζει πρώτος ο Στανισλάβσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας.
Το 1910 αρνείται να πολιτογραφηθεί Γάλλος προκειμένου να γίνει δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία ενώ το 1911 του απονέμεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Τα έργα του μεταφράζονται αμέσως. Κανείς βέλγος δραματουργός δεν γνώρισε μεγαλύτερη από αυτόν διεθνή απήχηση. Πέθανε στην Νίκαια στις 5 Μαΐου 1949. (- από την βιβλιοnet)

*
- βιογραφικό και επιλεγμένη εργογραφία από την wikipedia


φωτογραφία: georgeminne.vlaamsekunstcollectie.be

Από τα «Τρία Τραγούδια»

Οι έξι κόρες της νεράιδας,
Μόλις, θάνατε, την πήρες,
Οι έξι κόρες της νεράιδας
Έψαξαν να βρουν τις θύρες,

Άναψαν τους έξι λύχνους,
Άνοιξαν τους πύργους πέρα,
Σάλες άνοιξαν τρακόσες,
Δίχως να ‘βρουν την ημέρα.

Στα γλυκόηχα σπήλαια φτάνουν,
Κατεβαίνουν τότ’ εκεί,
Και σε μια κλεισμένη θύρα
Βρίσκουνε χρυσό κλειδί.

Τον Ωκεανό απ’ τες τρύπες
Βλέπουν, τρέμουν μη χαθούν,
Και χτυπούν στην κλειστή θύρα,
Και ν’ ανοίξουν δεν τολμούν.

Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς
- από την Νέα Εστία, τχ. 837
15 Μαϊου 1962
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)




Σκοτεινή προσφορά

Τ’ ολέθριο έργο μου προσφέρω
Όμοιο με ινδάλματα νεκρών,
Φωτάει τη θύελλα η σελήνη
Στων τύψεων τη ζούγκλα εμπρός:

Τα ιόχρωμα φίδια του ονείρου
Στον ύπνο μου περισφιγμένα,
Γύρω απ’ τους πόθους μου ρομφαίες,
Λιοντάρια στον ήλιο πνιγμένα,

Μες των νερών τα βάθη κρίνα
Και χέρια για πάντα κλεισμένα,
Και μίσους πορφυρά στελέχη
Στα πένθη του έρωτα ανοιγμένα.

Κύριε, τα λόγια μου λυπήσου!
Κάμε η πικρή μου προσευχή
Και το φεγγάρι εκεί στη χλόη
Τη νύχτα να θερίσει αυτή!

Μετάφραση: Μηνάς Δημάκης
- από την Νέα Εστία, τχ. 837
15 Μαϊου 1962
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)




Πελλέας και Μελισσάνθη

Πρώτη πράξη, Σκηνή ΙΙ -
Δάσος. Η Μελισσάνθη βρίσκεται στην άκρη μιας πηγής. Εισέρχεται ο Γκολώ.

Γκολώ: Ποτέ δεν θα μπορέσω να ξαναβγώ από αυτό το δάσος - Ο Θεός ξέρει πού με οδήγησε αυτό το θηρίο. Κι όμως πίστευα πως το είχα πληγώσει μέχρι θανάτου' κι εδώ έχει ίχνη από αίμα. Αλλά τώρα το έχασα απ' τα μάτια μου' νομίζω πως χάθηκα - τα σκυλιά μου δεν μπορούν πια να με βρουν - θα γυρίσω από εκεί που ήρθα... - ακούω κλάματα... Ω! Ω! τι είν' εκεί πέρα στου νερού την άκρη; Μια νεαρή κοπέλα κλαίει στο χείλος του νερού; [ξεροβήχει] - Δεν με ακούει. Δεν μπορώ να δω το πρόσωπό της. [πλησιάζει και αγγίζει την Μελισσάνθη στον ώμο.] Γιατί τόσο πολύ κλάμα; [η Μελισσάνθη τρέμει, τινάζεται ξαφνιασμένη και πάει να το σκάσει] Μη φοβάσαι. Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Γιατί κλαις εδώ ολομόναχη;
Μελισσάνθη: Mη με αγγίζεις! μη με αγγίζεις!
Γκ: Μην φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κανένα... Ω, είσαι πανέμορφη!
M: Μην με αγγίζεις! μην με αγγίζεις! αλλιώς θα πέσω στο νερό!...
Γκ: Δεν θα σε αγγίξω... Δες, θα σταθώ εδώ, απέναντι στο δέντρο. Μη φοβάσαι. Σ' έχει πληγώσει κάποιος;
M: Ω! ναι! ναι! ναι!... [κλαίει με βαθιά αναφιλητά]
Γκ: Ποιος σ' έχει πληγώσει;
M: Όλοι! όλοι!
Γκ: Τι κακό σου έχουν κάνει;
M: Δεν θα πω! Δεν μπορώ να πω!...
Γκ: Έλα' μην κλαις τόσο. Από πού έρχεσαι;
M: Το 'σκασα!...το 'σκασα... το 'σκασα...
Γκ: Ναι' αλλά από πού το 'σκασες;
M: Χάθηκα!... χάθηκα!... Ω! ω! χάθηκα εδώ... Δεν είμαι από αυτά τα μέρη... δεν γεννήθηκα εδώ...
Γκ: Από πού είσαι; Πού γεννήθηκες;
M: Ω! ω! πολύ μακριά από δω!... πολύ μακριά... πολύ μακριά...
Γκ: Τι λάμπει τόσο στο βυθό;
M: Πού; - A! είναι στο στέμμα που μου έδωσε. Έπεσε καθώς έκλαιγα...
Γκ: Στέμμα; - Ποιος ήταν αυτός που σου έδωσε ένα στέμμα; - Θα προσπαθήσω να το πιάσω...
M: Όχι, όχι- δεν το ανέχομαι άλλο! Σώνει!... Κάλιο να πεθάνω... να πεθάνω αυτή τη στιγμή...
Γκ: Μπορώ να το βγάλω εύκολα. Το νερό δεν είναι πολύ βαθύ.
M: Δεν το ανέχομαι άλλο! Αν το βγάλεις, θα ρίξω εμένα στη θέση του!...
Γκ: Όχι, όχι' θα το αφήσω εκεί Πάντως θα μπορούσα να το φθάσω χωρίς δυσκολία. Φαίνεται πολύ όμορφο. - Πάει καιρός που το 'σκασες;
M: Ναι, ναι!... Ποιος είσαι;
Γκ: Eίμαι ο Πρίγκηπας Γκολώ, - εγγονός του Αρκέλ, του γερο Βασιλιά του Αλλεμόντε...
M: Ω, έχεις κιόλας γκρίζα μαλλιά...
Γκ: Ναι, μερικά, εδώ, στους κροτάφους...
M: Επίσης και στην γενειάδα σου... Γιατί με κοιτάς έτσι;
Γκ: Κοιτάζω τα μάτια σου - Τα κλείνεις ποτέ;
M: Ω ναι, τα κλείνω τη νύχτα...
Γκ: Γιατί δείχνεις τόσο έκπληκτη;
M: Είσαι γίγαντας;
Γκ: Είμαι ένας άνδρας όπως οι άλλοι...
M: Γιατί έχεις έρθει εδώ;
Γκ: Ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν ξέρω. Κυνηγούσα στο δάσος, με καταδίωξε ένας αγριόχοιρος. Πήρα λάθος δρόμο - Φαίνεσαι πολύ νέα. Πόσο είσαι;
M: Αρχίζω να κρυώνω...
Γκ: Θα 'ρθεις μαζί μου!
M: Όχι, όχι, θα μείνω εδώ...
Γκ: Δεν μπορείς να μείνεις εδώ ολομόναχη. Δεν γίνεται να μείνεις εδώ όλη νύχτα... Πώς σε λένε;
M: Μελισσάνθη.
Γκ: Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, Μελισσάνθη. Έλα μαζί μου...
M: Θα μείνω εδώ...
Γκ: Θα τρομάξεις ολομόναχη... Δεν έχεις ιδέα τι μπορεί να συμβεί εδώ γύρω όλη νύχτα... ολομόναχη... δεν είναι δυνατόν... - Μελισσάνθη, έλα, δως μου το χέρι σου.
M: Ω μη με αγγίζεις!
Γκ: Μη φωνάζεις - Δεν θα σ' αγγίξω - Αλλά έλα μαζί μου! - Η νύχτα θα είναι πολύ σκοτεινή και κρύα. - Έλα μαζί μου!
M: Πού πας;
Γκ: Δεν ξέρω. Έχω χαθεί κι εγώ.
[τέλος σκηνής ΙΙ]

Μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου






Χειμωνιάτικες επιθυμίες

Τα χείλη κλαίω τα μαραμένα
που τα φιλιά δε γεννηθήκαν,
τα σχέδια τα εγακταλειμένα
στις δυστυχίες που μαζευτήκαν.

Πάντα η βροχή στα ουράνια γύρω,
το χιόνι στ’ ακρογιάλι μένει,
και στο κατώφλι των ονείρων
λύκοι στα χόρτα ξαπλωμένοι,

στην ψυχή μου που ‘χει απαυδήσει
κυττούν μέσ’ απ’ τα περασμένα
το αίμα που άλλοτε είχαν χύσει
στον πάγο αρνάκια πεθαμένα.

- Φωτίζει κι η σελήνη μόνη,
με την αιώνια της ανία,
που το χλωμό χόρτο παγώνει,
την άρρωστή μου επιθυμία.

Μετάφραση: Μηνάς Δημάκης
- από την Νέα Εστία, τχ. 318
15 Μαϊου 1940
(αρχείο ΕΚΕΒΙ)




posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:33 μ.μ.  
Πέμπτη
1910: Πάουλ Χάιζε (Paul Heyse)

10 Δεκεμβρίου, 1910
Πολλοί διάσημοι συγγραφείς από αρκετές χώρες έχουν προταθεί για το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Σουηδική Ακαδημία το έχει κατακυρώσει σε έναν συγγραφέα στου οποίου την υποψηφιότητα προσέφεραν στήριξη περισσότεροι από εξήνα Γερμανοί ειδήμονες της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Το όνομά του είναι Πάουλ Χάιζε.

Το όνομα ξαναζωντανεύει την ανάμνηση της νιότης και της πιο ώριμης ανδρικής ηλικίας' ακόμα θυμόμαστε την λογοτεχνική απόλαυση που μας χάρισαν, ειδικότερα οι νουβέλες του. Σήμερα, ένας ηλικιωμένος αλλά ακόμα δραστήριος άνδρας, είναι μία προσωπικότητα που οι κριτές δεν θα μπορούσαν να παραβλέψουν εάν επρόκειτο να εκφράσουν τον θαυμασμό τους απονέμοντας την υψηλή διάκριση στο πιο αξιόλογο λογοτεχνικό έργο. Οι κριτές δεν επηρεάστηκαν ούτε από ευαισθησία προς την ηλικία, ούτε από τίποτα άλλο, βεβαίως, εκτός από την διαπιστωμένη, αληθινή αξία.

[....] Ο Χάιζε είναι σχεδόν τόσο δημοφιλής στην Ιταλία όσο είναι και στην Γερμανία. Οι πολυάριθμες έξοχες μεταφράσεις του, έκαναν γνωστή στην Γερμανία την Ιταλική λογοτεχνία. Σ' αυτόν οφείλεται ότι ο Λεοπάρντι, ο Μαντσόνι, ο Φόσκολο, ο Μόντι, ο Παρίνι και ο Τζούστι διαβάζονται και θαυμάζονται ευρέως εκεί.

[....] Σ' αυτήν την πανηγυρική εκδήλωση, που ο Χάιζε αδυνατεί να παρακολουθήσει λόγω ασθενείας, τον ευχαριστούμε για την τέρψη που προσέφεραν τα έργα του σε χιλιάδες ανθρώπους, και στέλνομε τους χαιρετισμούς μας στο σπίτι της Λουίζνστράσσε του Μονάχου, που για τόσο πολλά χρόνια είναι ο οίκος των Μουσών. -
C.D. af Wirsén



Paul Heyse (Paul Johann Ludwig von Heyse, 15/3/1830-2/4/1914)
Χάυζε (Παύλος φον). Γερμανός ποιητής. Έζησε στο Μόναχο, όπου μαζί με τον Εμάνουελ Γκάιμπελ, απετέλεσε το κέντρο κύκλου των πιο ονομαστών ποιητών της εποχής του. Τα ποιήματά του διακρίνονται για τον πλούτο της φαντασίας, την τελειότητα του στίχου και την απαλότητα της έκφρασης. Ο Χάιζε καταξιώθηκε ως αριστοτέχνης του διηγήματος (κυρίως). Από τα εκατό και πλέον διηγήματά του, που δημοσιεύθηκαν από το 1855 μέχρι το 1914, κάτω από διάφορους τίτλους, και τα οποία χαρακτηρίζει θερμότητα, ζωηρότητα και χάρη στην αφήγηση και την πλοκή, ξεχωρίζουν τα: Αρραμπιάτα (1855), Μονήρεις, Αντρέα Ντέλφιν, Ο τελευταίος Κένταυρος (1871), Η ευτυχία του Ρότενμπουργκ, κ.ά. Έγραψε ακόμα πολλά θεατρικά έργα και μετέφρασε συλλογές ισπανικών και ιταλικών ποιημάτων, θεατρικά έργα της ιταλικής Αναγέννησης, τραγωδίες του Σαίξπηρ κ.λπ. - (το σύντομο εργογραφικό και κριτικό σημείωμα είναι από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, εκδόσεως 1931, με απόδοση στην καθομιλουμένη)


πορτραίτο: από τον Adolph von Menzel (en.wikipedia.org)


Αντρέα Ντέλφιν

Σ’ αυτό το Βενετσιάνικο σοκάκι που φέρει το φιλικό όνομα «Μπέλλα Κορτεσία», στα μέσα του περασμένου αιώνα, υπήρχε η απλή μονοκατοικία μιας συνηθισμένης οικογένειας. Σε μια εσοχή, πάνω απ' την χαμηλή του είσοδο, που πλαισιωνόταν από δυο ξύλινους σπειροειδείς κίονες και ένα μπαρόκ γείσωμα, υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας και μια άσβεστη φλόγα που τρεμόφεγγε ταπεινά πίσω από το κόκκινο γυαλί της. Μπαίνοντας κάποιος στον χαμηλότερο διάδρομο, βρισκόταν στη βάση μιας πλατιάς, απότομης σκάλας, που χωρίς καθόλου κλίσεις, πήγαινε κατευθείαν στα δωμάτια του άνω ορόφου. Ομοίως κι εδώ, μια λάμπα έκαιγε μέρα και νύχτα, κρεμασμένη σε γυαλιστερές λεπτές αλυσίδες από την οροφή, αφού το φως της μέρας έμπαινε μέσα μόνον όταν τύχαινε να ανοίξει η μπροστινή πόρτα. Αλλά παρά το διαρκές μισοσκόταδο, η σκάλα ήταν ο χώρος όπου η Σινιόρα Τζοβάννα Ντανιέλι, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, προτιμούσε, πάνω απ' όλα, για να κάθεται. Από τον θάνατο του συζύγου της και μετά, κατοικούσε στο κληρονομημένο σπίτι μαζί με την Μαριέττα, την μοναδική της θυγατέρα, και νοίκιαζε μερικά αχρείαστα δωμάτια σε ήσυχους ενοικιαστές. Ισχυριζόταν πως τα δάκρυα που έχυσε για τον αγαπημένο της σύζυγο είχαν εξασθενήσει πάρα πολύ την όρασή της ώστε να μπορεί, μέχρι στιγμής, να αντέξει απευθείας στα μάτια της το φως του ήλιου. Αλλά οι γείτονες έλεγαν ότι ο μόνος λόγος για την διαρκή παρουσία της στην κορφή της σκάλας, από το πρωί μέχρι που έπεφτε η νύχτα, ήταν για να της δίνει την δυνατότητα να ξεκινά διάλογο με όλους όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από το σπίτι, και να μην τους αφήνει να περνούν πριν εκπληρώσουν το χρέος τους προς την περιέργειά της και την φλύαρη φύση της.

Μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου


posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:46 μ.μ.  
Δευτέρα
1909: Σέλμα Λάγκερλεφ (Selma Ottilia Lovisa Lagerlöf)

10 Δεκεμβρίου, 1909
Η Ιστορία μάς λέει ότι υπήρξε εποχή που η Σουηδία αγωνιζόταν για ένα παγκόσμιο αριστείο στο πεδίο της πολεμικής τιμής. Ο καιρός των όπλων έχει παρέλθει, αλλά, στην διεθνή άμιλλα για ειρηνικά βραβεία, το έθνος μας, εδώ και πολύ καιρό, χαίρει υπόληψης και τώρα έφθασε τελικώς η ώρα που η Σουηδία μπορεί να προχωρήσει σε λογοτεχνικό συναγωνισμό με τα μεγάλα έθνη. Ο κόσμος του πνεύματος καθορίζεται από ζωντανές δυνάμεις που δεν εκτιμώνται επί τη βάσει πληθυσμού ή χρυσών εκατομμυρίων, αλλά σύμφωνα με τις ιδεαλιστικές και ηθικές απαιτησεις που πληρούν.

Ο Γκέιγερ, ο Τεγκνέρ, ή ο Ρούνεμπεργκ, για να αναφέρω μόνον αυτούς, δικαίως θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το Νόμπελ, καθώς η ανάπτυξη που αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι ξεκίνησαν εξελίχθηκε σε πλήρη άνθιση. Όμως, μεταξύ των συγγραφέων της νεότερης γενιάς, που έχουν συνεισφέρει τόσα πολλά στην λογοτεχνία μας, υπάρχει ένα όνομα που απολαύει της ιδιαίτερης αίγλης αστέρος πρώτου μεγέθους.

[....] Η πένα της Σέλμα Λάγκερλεφ αξίζει την πλήρη αναγνώριση εκ μέρους μας. Σαν αφοσιωμένη θυγατέρα, έχει διαχειρισθεί την πλούσια κληρονομιά της μητρικής της γλώσσας' από αυτή την πηγή προέρχεται η καθαρότητα της έκφρασης, η σαφήνεια της διατύπωσης, και το αρμονικό κάλλος που αποτελούν τα χαρακτηριστικά του συνόλου του έργου της. -
Claes Annerstedt



Η Σέλμα Λάγκερλεφ (1858–1940) είναι η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που απόκτησε τον τίτλο του Ακαδημαϊκού (εκλέχθηκε στην Ακαδημία Σουηδίας το 1914) και η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 1909).

Σπούδασε στην Στοκχόλμη παιδαγωγός και το 1885 τοποθετήθηκε δασκάλα στη Λαντσκρόνα. Πρώτο της έργο το μυθιστόρημα "Ο θρύλος του Γκέστα Μπέρλινγκ" (1891), μια ρομαντική εποποιία της σουηδικής επαρχίας. Είναι το πιο δημοφιλές έργο της που τη γένεσή του διηγήθηκε η ίδια στο άλλο γοητευτικό έργο της: "Μύθος για έναν άλλο μύθο" (1908).

Ακολούθησαν τα εξής έργα της: Αόρατοι δεσμοί (1899), Τα θαύματα του Αντίχριστου (1897), Ιερουσαλήμ (1901-1902), Η παλιά έπαυλη (1899), Ο θησαυρός του κ. Αρν (1904), Το σπίτι της Λαντσκρόνα (1911), Ο αμαξάς του Θανάτου (1912), Ο Αυτοκράτορας της Πορτογαλίας (1914), Σαρλότ Λέβενσκελντ (1925), Anna Svard (1928), Οι βασίλισσες της Κουνγκαχέλα (1899), Το δαχτυλίδι του ψαρά (1899), Οι θρύλοι του Χριστού (1904), Ο κόσμος των δαιμονικών ή Δαιμονικά και άνθρωπο (1915-1921), Φθινόπωρο (1933), Μύθοι των Χριστουγέννων (1938), Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον (1906-1907), Μορμπάκα (1922), Το ημερολόγιό μου (1930), Το ημερολόγιο (1932). - (Εργογραφικό σημείωμα από τον Κώστα Κριτσίνη, Νέα Εστία - τχ.1668)


πορτραίτο: από τον Carl Larsson (en.wikipedia.org)

Το θαυμαστό ταξίδι
του μικρού Νιλς Χόλγκερσον
με τις αγριόχηνες

Κεφ. Το ύφασμα με τα τετράγωνα

Για πολλήν ώρα, το αγόρι ήταν τόσο ζαλισμένο που δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο αέρας σφύριζε, οι φτερούγες χτυπούσαν' τόσος ήταν ο θόρυβος, που έμοιαζε κατακλυσμός. Δεκατρείς αγριόχηνες πετούσαν γύρω του. Όλες μαζί φλυαρούσαν και χτυπούσαν τα φτερά τους. Είχαν θαμπώσει τα μάτια του, τ' αυτιά του βούιζαν, δεν καταλάβαινε αν τα πουλιά πετούσαν ψηλά ή χαμηλά, και κατά πού πήγαιναν.

Τέλος ο Νιλς ήρθε στον εαυτό του και συλλογίστηκε πως έπρεπε να ρωτήση να μάθη πού τον πήγαιναν. Μα πώς θα είχε το θάρρος να κοιτάξη κάτω;

Οι αγριόχηνες δεν πετούσαν και πολύ ψηλά, γιατί ο καινούργιος συνταξιδιώτης τους δε θα μπορούσε ν' ανασάνη μέσα στον ελαφρό αέρα που φυσάει πιο ψηλά. Για χατήρι του πετούσαν πιο σιγά απ' ό,τι ήταν συνηθισμένες. Τέλος ο Νιλς πήρε θάρρος κι έρριξε κάτω μια ματιά. Σάστισε βλέποντας απλωμένο κάτω εκεί ένα τεράστιο τραπεζομάντηλο με μεγάλα και μικρά πολύχρωμα τετράγωνα.
— Πού μπορεί να βρισκόμαστε; ρώτησε μέσα του.

Ξανακοίταξε πάλι. Τίποτε άλλο από τετράγωνα. Κι είχε κάθε λογής. Μακριά και στενά, άλλα λοξά, μα παντού το μάτι έβλεπε γωνιές και γραμμές ίσιες. Τίποτα στρογγυλό.
— Μα τι να είναι άραγε αυτό το μεγάλο ύφασμα με τα τετράγωνα; μουρμούρισε χωρίς να προσμένη απάντηση.

Μα οι αγριόχηνες που πετούσαν γύρω του φώναξαν αμέσως:
— Κάμποι και λιβάδια, κάμποι και λιβάδια!...

Τότε κατάλαβε πως εκείνο που έβλεπε ήταν ο μεγάλος κάμπος της Σκανίας. Και κατάλαβε ακόμα γιατί ήταν έτσι πολύχρωμος. Πρώτα γνώρισε τα τετράγωνα που είχαν πράσινο ανοιχτό χρώμα. Ήταν τα χωράφια με τη σίκαλη που τα είχαν σπαρμένα απ' το φθινόπωρο κι είχαν πρασινίσει κάτω από το χιόνι. Τα κιτρινωπά τετράγωνα, και τα σταχτιά, ήταν αλώνια όπου άπλωναν το καλοκαίρι το σιτάρι, τ' άλλα τα πιο σκούρα ήταν παλιά χωράφια από τριφύλλι, τα μαύρα, χωράφια με κοκκινογούλια, άδεια τώρα και ξερά, ή κομμάτια γη ακαλλιέργητη. Τα σκούρα τετράγωνα με τις κίτρινες γραμμές τριγύρω θα ήταν βέβαια δάση από οξυές, γιατί μέσα σ' αυτά τα δάση τα μεγάλα δέντρα που είνε στη μέση ξεφυλλίζονται το χειμώνα, και τα νέα δεντράκια στις άκρες κρατούν ως την άνοιξη τα φύλλα τους ξερά και κιτρινιασμένα. Ήταν κι άλλα τετράγωνα σκούρα με κάτι σταχτύ στη μέση' αυτά ήταν τα μεγάλα υποστατικά με τα σπίτια τους, που ήταν σκεπασμένα με άχυρο μαυρισμένο, και με τις πλακόστρωτες αυλές τους. Άλλα πάλι τετράγωνα, πράσινα, ήταν τα περιβόλια και τα λιβάδια που πρασίνιζαν κιόλας μ' όλο που φαίνονταν ακόμα κάπου - κάπου οι θάμνοι γυμνοί. Το αγόρι δε μπόρεσε να κρατήση τα γέλια κοιτάζοντας όλα αυτά τα τετράγωνα.

Σαν άκουσαν οι χήνες που γελούσε, φώναξαν επιπληχτικά:
— Χώρα καλή κι εύφορη! Χώρα καλή κι εύφορη!...

Ξανάγινε πάλι σοβαρός.
— Πώς μπορείς, είπε στον εαυτό του, να γελάς ύστερ' από τέτοια κακοτυχία, την πιο φοβερή που μπορεί να 'ρθή σε άνθρωπο!

Μα πάλι ζωήρεψε.
Συνήθιζε σιγά-σιγά στον τρόπο που ταξίδευε.
... ... ...

Μετάφραση: Μ.Α.
- από το βιβλίο Σέλμα Λάγκερλεφ: Το θαυμαστό ταξίδι
Εκδόσεις: Ελευθερουδάκης, χ.χ.




Η ποντικοπαγίδα

Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που γύριζε στους δρόμους πουλώντας ποντικοπαγίδες. Τις έφτιαχνε μόνος του, ζητιανεύοντας σύρματα από τους εμπόρους ή από τους μεγαλοκτηματίες παραγωγούς. Τα κέρδη του απ' αυτή τη δουλειά ήταν μηδαμινά και για να τα βγάλει πέρα αναγκαζόταν να καταφεύγει στην επαιτεία, άλλο τόσο και σε μικροκλοπές. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, τα μάγουλά του βαθουλωμένα, η πείνα έλαμπε μέσα στα μάτια του.

Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί μέχρι ποιου σημείου μπορεί η ζωή να φαίνεται θλιβερή και μουντή μέσα από τους διαλογισμούς ενός ζητιάνου, τις ώρες που μοναχικός και σκυφτός πορεύεται στους δρόμους. Ωστόσο αυτός ο άνθρωπος κάποια μέρα ανακάλυψε μια ιδέα που του φάνηκε αρκετά διασκεδαστική. Προφανώς το μυαλό του ήταν στις ποντικοπαγίδες που έφτιαχνε και πουλούσε, όταν ξαφνικά του ήλθε η σκέψη ότι ο κόσμος ολόκληρος γύρω του, με τις χώρες του και τις θάλασσές του, τις πόλεις και τα χωριά του, δεν είναι τίποτε άλλο από μια μεγάλη ποντικοπαγίδα. Αυτός ο κόσμος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εμφανίζει στους ανθρώπους δολώματα. Προσφέρει πλούτη και απολαύσεις, ακριβώς όπως η ποντικοπαγίδα προσφέρει τυρί και λαρδί. Και μόλις κάποιος ξεγελαστεί και αγγίξει το δόλωμα, πιάνεται στη φάκα. Τότε, όλα τελειώνουν.

Μια και ο κόσμος δεν του έχει φερθεί γενναιόκαρδα, ο προσανατολισμός της σκέψης του στα κακώς κείμενα, του προξενούσε μεγάλη ευχαρίστηση. Έτσι, στη διάρκεια της καθημερινής πορείας του, που τη συνόδευαν απαισιόδοξες διαπιστώσεις, διασκέδαζε με το να σκέπτεται ανθρώπους που γνώριζε και που πιαστήκανε στη φάκα, καθώς και άλλους που δεν είχαν πιαστεί ακόμη, τριγύριζαν όμως γύρω από το δόλωμα.

Μια σκοτεινή βραδιά, περπατώντας με τέτοιες σκέψεις πάνω στο δρόμο, πρόσεξε ένα γκρίζο απόμερο σπιτάκι και χτύπησε την πόρτα για να ζητήσει καταφύγιο. Δε συνάντησε άρνηση. Στη θέση κάποιων σκυθρωπών υπόγειων στοών, όπου συνήθως τρύπωνε, του προσφέρθηκε αξιοπρεπής στέγη από έναν γέροντα ιδιοκτήτη χωρίς γυναίκα και παιδιά. Ο φιλόξενος και σπλαχνικός αυτός άνθρωπος δήλωσε ευτυχισμένος που βρέθηκε κάποιος να τον συντροφέψει στη μοναξιά του. Έβαλε το τσουκάλι στη φωτιά και κάλεσε τον επισκέπτη του να δειπνήσουν μαζί. Ύστερα έκοψε ένα κομμάτι από το "καρότο" του καπνού του, τόσο χοντρό όσο να γεμίσει την πίπα του ξένου, όπως και η δική του. Για να ολοκληρώσει τη φιλοξενία έβγαλε από το συρτάρι του τραπεζιού μια παλιά τράπουλα κι έπαιξαν οι δυο τους μέχρι την ώρα του ύπνου.

Ο γέροντας δεν ήταν φειδωλός στις εκμυστηρεύσεις του. Έτσι ο φιλοξενούμενός του έμαθε ότι, σε καιρούς ευτυχισμένους, ο καλόκαρδος σπιτονοικοκύρης ήταν μεροκαματιάρης στο σιδηρουργείο του Ραμζέ και είχε ακόμη δουλέψει και στο αγρόκτημα. Τώρα δεν είχε πια δυνάμεις για να εργασθεί, είχε όμως την αγελάδα του που τον διέτρεφε. Ναι, αυτή η αγελάδα ήταν εκπληκτική. Καθημερινά του έδινε τόσο γάλα ώστε να μπορεί να πουλά απ' αυτό στο γαλακτοκομείο. Τον τελευταίο μήνα πήρε τριάντα κορώνες για πληρωμή.

Ο ξένος πήρε στη συνέχεια ένα σκεπτικό ύφος. Γιατί είδε τον γέρονται να σηκώνεται, να πλησιάζει το παράθυρο, να πιάνει ένα δερμάτινο πορτοφόλι που κρεμόταν από ένα καρφί στο κούφωμα του παραθύρου και να βγάζει από μέσα τρία τσαλακωμένα χαρτονομίσματα των δέκα κορωνών. Τα κούνησε μάλιστα επιδεικτικά μπροστά στα μάτια του επισκέπτη του, σήκωσε το κεφάλι σε στάση σπουδαιοφάνειας και, μετά, τα ξανάχωσε στο πορτοφόλι.

Την άλλη μέρα οι δυο άνδρες σηκώθηκαν πολύ πρωί. Ο πρώην σιδεράς βιαζόταν ν' αρμέξει την αγελάδα του και ο άλλος εκτιμούσε ίσως ότι δεν μπορούσε να μένει στο κρεβάτι όταν ο κύριος του σπιτιού ήταν στο πόδι. Άφησαν το σπίτι μαζί. Ο οικοδεσπότης έκλεισε την πόρτα και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Ο ζητιάνος ευχαρίστησε. Ευθύς μετά καθένας πήρε το δρόμο του.

Νισή ώρα αργότερα ο κατασκευαστής των ποντικοπαγίδων βρισκόταν πάλι έξω από την πόρτα του σπιτιού που τον φιλοξένησε. Δεν προσπάθησε ωστόσο να μπει μέσα. Πλησίασε το παράθυρο, έσπασε ένα τζάμι, έχωσε το χέρι του στο εσωτερικό κι έπιασε το πορτοφόλι με τις τριάντα κορώνες. Έβγαλε από μέσα τα χρήματα και τα ενθυλάκωσε. Ύστερα τοποθέτησε πάλι το δερμάτινο πορτοφόλι εκεί που ήταν κρεμασμένο και έφυγε.

Περπατώντας με τα χρήματα αυτά στην τσέπη του έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του για την πονηριά του. Σκεπτόταν ακόμη ότι στο εξής και για κάποιο χρονικό διάστημα θα ήταν καλύτερα να μη διασχίζει τους δρόμους αλλά να προτιμά τα δάση. Ήταν μια λύση που, τις πρώτες εκείνες ώρες, την έβρισκε εύκολη. Αργότερα, όμως, με το πέρασμα της μέρας, η κατάσταση άλλαξε. Γιατί το δάσος στο οποίο κατέφυγε ήταν τόσο αχανές που εύκολα κανείς θα χανόταν μέσα σ' αυτό. Δοκίμασε να περπατήσει διατηρώντας μια και μόνο κατεύθυνση, αλλά τα μονοπάτια συστρέφονταν περίεργα προς όλες τις πλευρές. Προχώρησε αρκετά χωρίς όμως να συναντά μια παρυφή εσχατιάς του δάσους. Κατάλαβε ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να γυρίζει κυκλικά στην ίδια περιοχή.

Ύστερα από λίγο θυμήθηκε τους διαλογισμούς του για τον κόσμο και την ποντικοπαγίδα. Η σειρά του είχε έλθει τώρα. Αφέθηκε να δελεαστεί και εγκλωβίστηκε. Το δάσος ολόκληρο, με τους κορμούς των δέντρων και τα κλαδιά τους, τους θάμνους και τα κούτσουρά του, ορθωνόταν γύρω του σαν μια αδιαπέραστη φυλακή απ' όπου δεν μπορούσε πια να ξεφύγει.

... ... ... η συνέχεια και το τέλος στο ΕΚΕΒΙ, σελ. 36.

Μετάφραση: Κώστας Κριτσίνης
- από την Νέα Εστία, τχ. 1668
Πρωτοχρονιά 1997



posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:35 μ.μ.  
Σάββατο
1908: Ρούντολφ Όικεν (Rudolf Christoph Eucken)

10 Δεκεμβρίου, 1908
Ο Άλφρεντ Νόμπελ ήταν βαθιά επηρεασμένος από την προοπτική της ποίησης και της φιλοσοφίας του Βίκτωρα Ρίντμπεργκ. Είχε επίγνωση πόσο αξίζουν τα ιδανικά για το ανθρώπινο πνεύμα, για την προαίρεση που δημιουργεί και συντηρεί πολιτισμό, που καλλιεργεί και θερίζει τους καρπούς του, και που μέσα από την πάλη και το έρεβος της ζωής ανοίγει μονοπάτια προς μια νέα χαραυγή φωτός και ειρήνης. Παντού όπου διατυπώνονται τέτοια ιδανικά, μέσα στην απέραντη ποικιλία τους, και ενδυναμώνουν την προθυμία των ανθρώπων να υπηρετήσουν ο ένας τον άλλον - είτε στον οίστρο του ποιητή, την απόπειρα του φιλόσοφου να λύσει τον γρίφο της ζωής, τις βιογραφίες του ιστορικού ερευνητή, είτε στο πόνημα του κάθε μελετητή ή συγγραφέα που αποβλέπει σ' αυτά τα ιδανικά ως πρότυπα στην ελευθερία και την ανεξαρτησία του - εκεί βρίσκει κάποιος την λογοτεχνία που ο Άλφρεντ Νόμπελ είχε στο μυαλό του. Αυτή η λογοτεχνία κάνει χρήση οιασδήποτε τέχνης και επιστήμης μπορεί να προσφερθεί, και από αυτήν η ανθρωπότητα «ωφελείται τα μέγιστα» ακριβώς διότι αντικατοπτρίζει την ιδανική αλήθεια χωρίς καμμία μέριμνα για το χρήσιμο. Οι δημιουργίες και οι μορφές αυτής της λογοτεχνίας είναι τόσο πολυποίκιλες όσο πολυποίκιλα είναι τα ιδανικά, και είναι αιωνίως νέες και αδέσμευτες.

Για το λόγο αυτό, η Σουηδική Ακαδημία έχει την αίσθηση ότι ενήργησε με την συγκατάθεση του Άλφρεντ Νόμπελ όταν αποφάσισε να απονείμει, για το τρέχον έτος, το βραβείο λογοτεχνίας σε έναν από τους πλέον διαπρεπείς στοχαστές της εποχής μας, τον Καθηγητή Ρούντολφ Όικεν, «σε αναγνώριση της εργώδους αναζήτησής του για αλήθεια, της διεισδυτικής δύναμης της σκέψης του, του ευρέως φάσματος του οράματός του, της θέρμης και της δύναμης της παρουσίασης με την οποία στα πολυάριθμα έργα του έχει δικαιωθεί και αναπτύξει μια ιδεαλιστική φιλοσοφία της ζωής».

[....] Καθηγητά Όικεν, ο υψηλόφρων και ακαδημαϊκός ιδεαλισμός της Κοσμοθεωρίας σας, που έχει βρει τόσο δυναμική έκφραση στα πολλά και πολυδιαβασμένα έργα σας, εξηγεί γιατί η Σουηδική Ακαδημία σάς απονέμει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για φέτος.

Η Ακαδημία σάς καλωσορίζει με ειλικρινή και πλήρους σεβασμού θαυμασμό και ελπίζει ότι και το μελλοντικό έργο σας θα αποδώσει άφθονους καρπούς προς όφελος του πολιτισμού και της ανθρωπότητας. -
Harald Hjärne



Rudolf Christoph Eucken Όυκεν (Ροδόλφος Eucken) Γερμανός φιλόσοφος (1846-1926). Διετέλεσε καθηγητής των Πανεπιστημίων της Βασιλείας και της Ιένας. Δίδαξε και προήγαγε νέα ιδεολογική φιλοσοφία που στηριζόταν στην θεμελιώδη αρχή της αυτοτέλειας του πνεύματος. Το πνεύμα, η αυθυπόστατη αυτή ενέργεια της ζωής, δημιουργεί νέα ιδεατή πραγματικότητα και δι' αυτής μεταβάλλει τις προηγηθείσες καταστάσεις' συνεπαγόμενον μ' αυτόν τον τρόπο νέα ανώτερη τάξη πραγμάτων. Αλλ' η κίνηση προς την πνευματικότητα δεν είναι έργον του ανθρώπου, αλλά κίνηση ολοκλήρου του σύμπαντος. Κατ' αυτή την κίνηση το πνεύμα βρίσκει το βάθος του και εξελίσσεται. Αυτό το βάθος του σύμπαντος αποκαλύπτεται στην ψυχή του ατόμου, το οποίον μόνον με την ελεύθερη δράση της ατομικότητας αποκτά την πνευματικήν πραγματικότητα. Ο Όικεν προσπαθούσε να καθοδηγήσει την κοινωνία έξω από την επίδραση του υλισμού και οι ιδέες του δεν αποτελούν σύνολο φιλοσοφίας κατά την καθαρά έννοια της λέξης, αλλά είναι επινοήσεις ηθικολόγου κατά το μάλλον ή ήττον συστηματικές. Το 1908 έλαβε το βραβείο Νόμπελ. Τα κυριώτερα έργα του είναι: "Σύγχρονα πνευματικά ρεύματα" (1878), "Η ενότης της πνευματικής ζωής εν συνειδότι και δράσει της ανθρωπότητος" (1888) Αι απόψεις ζωής των μεγάλων φιλοσόφων (1890) το Περιεχόμενον της θρησκείας εις αλήθειαν (1901), "Άνθρωπος και κόσμος (1918).

- (Βιογραφικό από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, εκδόσεως 1931, με απόδοση στην καθομιλουμένη)


πορτραίτο: από τον Hans Olde (cgi.ebay.com)


posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:05 μ.μ.  
Τετάρτη
1907: Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Rudyard Kipling)

10 Δεκεμβρίου, 1907
«Οι προτάσεις για τα ονόματα των κατάλληλων αποδεκτών του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας για το τρέχον έτος ήταν πολλές, και δεν υπήρξε έλλειψη εξαιρετικά ικανών υποψηφίων γι αυτή την τιμητική και πολυπόθητη διάκριση.

Εξ αυτών των υποψηφίων, η Σουηδική Ακαδημία αυτή τη φορά έχει επιλέξει έναν συγγραφέα από την Μεγάλη Βρετανία.

[....] Ο Κίπλινγκ μάς έχει δώσει περιγραφές πολλών διαφορετικών χωρών σε έντονες αποχρώσεις. Αλλά το γλαφυρό επιφαινόμενο δεν υπήρξε το κύριο στοιχείο του' είχε, πάντα, σε όλους τους τόπους, ένα ανδροπρεπές ιδανικό μπροστά του: πάντα να είναι «έτοιμος, αενάως έτοιμος στην κλήση του καθήκοντος» και στη συνέχεια, εν ευθέτω χρόνω, να «πάει στο Θεό σαν στρατιώτης».

Η Σουηδική Ακαδημία, με την απονομή του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, για το τρέχον έτος, στον Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, επιθυμεί να αποτίσει φόρο τιμής στη λογοτεχνία της Αγγλίας, τόσο πλούσια σε πολύπλευρα κλέη, και στην σημαντικότατη ιδιοφυΐα στο χώρο της αφήγησης που γέννησε αυτή η χώρα στους καιρούς μας.» -
Carl David af Wirsén



Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Joseph Rudyard Kipling, 1865–1936)
Άγγλος πεζογράφος και ποιητής, γεννήθηκε το 1865 στην Βομβάη της Ινδίας, από πατέρα αρχαιολόγο αρχιτέκτονα, και έλαβε την βασική μόρφωση στην Αγγλία. Το 1882 επανήλθε στην Ινδία, εργάσθηκε ως υποδιευθυντής της "Πολιτικής και Στρατιωτικής εφημερίδας" της Λαχώρης, μετά ταξίδεψε στην Κίνα, στην Ιαπωνία και την Αμερική. Κατά την διαμονή του στην Ινδία δημοσίευσε το σατιρικό ποίημα "Επαρχιακά τραγούδια" (Department Ditties, 1886), τα πεζά "Απλές ιστορίες από τους λόφους" (1887). "Τρεις στρατιώτες", "Ιστορία των Γκάτσμπι", "Μαύρο και άσπρο", "Υπό τους κέδρους", "Το φάντασμα Ρίκσοου", "Ουίλλι Ουίνκι" (1889) κ.λπ. Το 1892 εγκαταστάθηκε στο Βερμόντ της Βορείου Αμερικής, έζησε εκεί κάποια χρόνια, και μετά επανήλθε στην Αγγλία. Τότε δημοσίευσε το μεγάλο διήγημα "Το φως που έσβησε" (1891) και μετά από λίγο τα δημοφιλή διηγήματα "Οι αναποδιές της ζωής" (1891), "Πολλαπλά επινοήματα" (1893) και το ποίημα "Τραγούδια του στρατώνα" (1892). Επακολούθησαν "Το βιβλίο της ζούγκλας" (1894), "Το Δεύτερο βιβλίο της ζούγκλας" (1895), "Οι επτά θάλασσες" (ποίημα, 1896), "Η εργασία της ημέρας" (1898), "Τα πέντε έθνη" ποιήματα που εκδόθηκαν το 1903 και στα οποία περιλαμβάνεται το περίφημο ποιήμα "Αποχώρηση" (που πρώτα δημοσιεύθηκε στους Τάιμς του Λονδίνου στις 17 Ιουλίου του 1897, με την ευκαιρία του δευτέρου ιωβηλαίου της βασίλισσας Βικτωρίας), "Κιμ" (1901), "Απλές ιστορίες μόνον" (1902), "Δράσεις και αντιδράσεις" (1909), "Δούναι και λαβείν" (1922) κ.ά.

Ο Κίπλινγκ ως πεζογράφος, είναι ένας από τους πιο δόκιμους Άγγλους αφηγητές. Τα έργα του διακρίνονται για την έμπνευση της υπόθεσης, την ποικιλία των χαρακτήρων, την ζωηρότητα του διαλόγου, κατά τον οποίο ο Κίπλινγκ μεταχειρίζεται το γλωσσικό ιδίωμα που ταιριάζει στο κάθε πρόσωπο. Τα ποιήματά του είναι αριστοτεχνικός συνδυασμός λέξεων και ρυθμών, γεμάτα μελωδικούς τόνους και πατριωτικές δονήσεις. Από τα πεζά έργα του τα καλύτερα είναι ο "Κιμ", τα δύο "Βιβλία της ζούγκλας" και οι "Απλές ιστορίες μόνον". Εξαιρετική είναι η ικανότητά του στις σύντομες διηγήσεις. Το όνομά του έγινε γνωστό και αγαπητό στον βρετανικό κόσμο ιδιαίτερα για τα ποιήματα εκείνα στα οποία εμφανίζεται ως απόστολος του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Η ποίησή του διαπνέεται από πνεύμα μυστικισμού, όμως αγγλοσαξωνικού μυστικισμού, που υπαγορεύει θετική ενέργεια προς επικράτηση των Βρετανών ως εκλεκτού λαού του Θεού. Κατά την διάρκεια του Παγκοσμίου πολέμου, ο Κίπλινγκ δημοσίευσε κάποια πατριωτικά πεζά και ποιήματα, ανάμεσα στα οποία "Ο νέος στρατός" (1915), "Η Γαλλία και ο πόλεμος" (1915), "Ο κατά θάλασσαν πόλεμος" (1916) κ.ά. Το 1907 του απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, και πολλά βρεττανικά πανεπιστήμια του απένειμαν τιμές και τον αναγνώρισαν ως ακαδημαϊκό πολίτη τους. - (Βιογραφικό από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, εκδόσεως 1931, με απόδοση στην καθομιλουμένη)


πορτραίτο: από τον John Maler Collier (a1reproductions.com)

The jungle book

Ο Νόμος της Ζούγκλας, που ποτέ δεν προστάζει τίποτα χωρίς λόγο, απαγορεύει σε κάθε ζώο να τρώγει Άνθρωπο εκτός από όταν τον θανατώνει για να δείξει στα παιδιά του πώς να σκοτώνουν, και μετά πρέπει να κυνηγά έξω από τους κυνηγότοπους της αγέλης του είδους του. Ο ουσιαστικός λόγος γι αυτό είναι ότι η θανάτωση ανθρώπου συνεπάγεται, αργά ή γρήγορα, την άφιξη λευκών πάνω σε ελέφαντες, με όπλα, και εκατοντάδες μελαμψούς άνδρες με γκονγκς και φωτοβολίδες και πυρσούς. Τότε όλοι στην Ζούγκλα υποφέρουν. Το επιχείρημα που τα ζώα διοχετεύουν μεταξύ τους είναι πως ο Ανθρωπος είναι το πιο αδύναμο και το πιο ευάλωτο από όλα τα έμβια όντα, και είναι αντιαθλητικό να του προκαλέσεις ζημιά. Λένε ακόμα – και είναι αλήθεια – πως οι ανθρωποφάγοι γίνονται ψωριάρηδες και χάνουν τα δόντια τους.

Μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
- από το βιβλίο Rudyard Kipling, Τhe Jungle Book




Κάτι από τη ζωή μου

Ένα βράδυ, την ώρα που έκλεινα την εφημερίδα, κοίταξα, όπως συνήθως, το κύριο άρθρο. Ήταν γραμμένο στο μεροληπτικό, μισο-δικανικό ύφος που χρησιμοποιούσαν κάποιες αγγλικές εφημερίδες αναφερόμενες στις εφημερίδες των λευκών της Ινδίας από το 1932 ως το 1934, και, όπως κι εκείνες, έδινε μια ελάχιστα κεκελυμένη έκθεση των ιδεωδών της κυβέρνησης. Στη μετέπειτα ζωή μου έμαθα ότι το ύφος αυτό προσεγγίζει καλύτερα, αλλά τότε μου προκάλεσε έκπληξη και ρώτησα τον αρχισυντάκτη τι σήμαιναν όλα αυτά. Απάντησε όπως θα απαντούσα κι εγώ στη θέση του: «Δεν είναι δική σου δουλειά». Και, καθώς αυτός ήταν παντρεμένος, πήγε σπίτι του. Εγώ πήγα στη Λέσχη, που, όπως θυμάστε, ήταν όλος μου ο έξω κόσμος.

Καθώς μπήκα στην μακρόστενη, φτωχική τραπεζαρία, όπου καθόμασταν όλοι στο ίδιο τραπέζι, όλοι γιουχάισαν. Ήμουν αρκετά αθώος, ώστε να ρωτήσω: «Πού είναι το αστείο; Ποιον γιουχάρουν;». «Εσένα», είπε αυτός που ήταν δίπλα μου. «Η παλιοφυλλάδα σου σαμποτάρει το νομοσχέδιο ».

Δεν είναι ευχάριστο για κάποιον στα είκοσί του χρόνια να κάθεται ακίνητος ενω όλο το σύμπαν τον αποδοκιμάζει. Μετά, σηκώθηκε ένας λοχαγός, ο Υπασπιστής των Εθελοντών, και είπε: «Σταματήστε! Ο νεαρός κάνει απλώς τη δουλειά του». Η αποδοκιμασία ελαττώθηκε σταδιακά, αλλά εγώ είχα δει ένα μεγάλο φως. Ο Υπασπιστής είχε απόλυτο δίκιο. Ήμουν μισθωτός, πληρωνόμουν για να κάνω αυτό που έκανα και δεν απολάμβανα την ιδέα. Κάποιος είπε ευγενικά: «Καταραμένο νεαρούδι! Δεν ξέρεις ότι η εφημερίδα σου έχει σύμβαση εκτύπωσης με την κυβέρνηση;». Εγώ το ήξερα, αλλά ποτέ δεν είχα συνδυάσει τα δυο στοιχεία.
*
[....] Λίγες βδομάδες μετά την επιστροφή μας από το υπέροχο αυτό ταξίδι, με ειδοποίησαν ότι είχα πάρει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για εκείνη τη χρονιά. Ήταν μια πολύ μεγάλη τιμή και, από όλες τις απόψεις, απροσδόκητη.

Έπρεπε να πάω στην Στοκχόλμη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πέθανε ο ηλικιωμένος βασιλιάς της Σουηδίας. Φτάσαμε στην πόλη, που ήταν ντυμένη στο χιόνι κάτω από την ήλιο, και αντικρίσαμε όλους τους ανθρώπους με τα επίσημα ρούχα και το επίσημο πένθος, κάτι που ήταν εντυπωσιακό κατά έναν παράξενο τρόπο. Το επόμενο απόγευμα, οι νικητές των βραβείων παρουσιάστηκαν στον επόμενο βασιλιά. Σε αυτά τα γεωγραφικά πλάτη το χειμώνα σκοτεινιάζει από τις τρεις και εκείνη τη μέρα χιόνιζε. Το ένα μισό της τεράστιας έκτασης του παλατιού ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι, γιατί εκεί βρισκόταν η σορός του αποθανόντος βασιλέα. Περάσαμε ατελείωτους διαδρόμους που έβλεπαν σε σκοτεινές τετράγωνες αυλές, όπου το χιόνι άσπριζε τα πανωφόρια των φρουρών, με τα ουραία των παλιών κανονιών και τους σωρούς των βλημάτων δίπλα τους. Γρήγορα φτάσαμε σε ένα ζωντανό κόσμο με περισσότερους διαδρόμους και δωμάτια, κατάφωτα, αλλά τυλιγμένα στη σιγαλιά της Αυλής που δε μοιάζει με καμιά άλλη σιωπή στον κόσμο. Τότε, σε μια μεγάλη, φωτισμένη αίθουσα ο καινούριος βασιλιάς, κατάκοπος και με κουρασμένα μάτια, είπε στον καθένα τα λόγια που άρμοζαν στηνπερίσταση. Μετά, η βασίλισσα, με μια θαυμάσια πένθιμη περιβολή αντάξια της Μαρίας της Σκοτίας, είπε κι αυτή μερικά λόγια, και επιστρέψαμε υπό την καθοδήγηση αξιωματικών της Αυλής, με ελαφρό βήμα, μέσα από μια σιωπή τόσο βαθιά που ακουγόντουσαν μέχρι και οι τριγμοί των παρασήμων πάνω στις στολές. Είπαν ότι τα τελευταία λόγια του αποθανόντος βασιλέα ήταν: «Mην τους αφήσετε να κλείσουν τα θέατρα για χάρη μου». Έτσι η Στοκχόλμη συνέχισε εκείνο το βράδυ νηφάλια τις διασκεδάσεις της, βουβή κάτω από το χιόνι.
*
[....] Έχω περιγράψει το περιβάλλον των νεανικών μου χρόνων και το πλούσιο υλικό με το οποίο με εφοδίασε. Επίσης, το πόσο αυστηρά οι χώροι των εφημερίδων περιόρισαν τον καμβά μου και, για χάρη του αναγνώστη, μου επέβαλαν ότι εντός αυτών των ορίων θα έπρεπε να υπάρχει κάποια αρχή, μέση και τέλος. Η τακτική μου δημοσιογραφική δραστηριότητα, τα ρεπορτάζ και τα άρθρα, μου έδωσαν επίσης τα ίδια μαθήματα, που πέρασα ένα γεμάτο ανυπομονησία διάστημα ώσπου να τα μάθω. Εκτός από όλα αυτά, ήμουν σχεδόν κάθε βράδυ υπόλογος για την παραγωγή μου σε ορατούς και συχνά σκληρά εύγλωττους κριτικούς στη λέσχη. Δεν τους απασχολούσαν τα όνειρά μου. Ήθελαν ακρίβεια και ενδιαφέρον, αλλά πρώτα απ' όλα ακρίβεια.

Το νεανικό μυαλό μου βρισκόταν σε αναβρασμό εξαιτίας των νέων πραγμάτων που έβλεπα και συνειδητοποιούσα, όπου έστρεφα το βλέμμα μου• και αν ήθελα με κάθε τρόπο να μείνω στην επιφάνεια, ήταν απαραίτητο κάθε λέξη να λέει, να μεταφέρει, να έχει βάρος, γεύση και, αν χρειαζόταν, μυρωδιά. Σε αυτό με βοήθησε σημαντικά ο πατέρας, με τη συμβουλή «να αφήνω τα πράγματα στην ησυχία τους». «Κάνε τους δικούς σου πειραματισμούς», είπε. «Είναι ο μόνος δρόμος. Αν σε βοηθούσα, θα σε εμπόδιζα». Έτσι έκανα τους πειραματισμούς μου και φυσικά όσο πιο ευτελή ήταν τα αποτελέσματα τόσο περισσότερο τα θαύμαζα.

Ευτυχώς, η ίδια η πράξη της συγγραφής ήταν -και ήταν πάντα έτσι- μια φυσική ευχαρίστηση για μένα. Αυτό έκανε ευκολότερο το να απορρίπτω ό,τι δεν έβγαινε καλό και να εξασκούμαι κατά κάποιο τρόπο στις κλίμακες.

Η στιχουργία, φυσικά, ήρθε πρώτη• και σε αυτή την περίπτωση η μητέρα ήταν δίπλα μου, εκτοξεύοντας πού και πού κάποιο απογοητευτικό σχόλιο που με εξόργιζε. Αλλά όπως είπε και εκείνη: «Δεν υπάρχει μητέρα στην ποίηση, χρυσό μου». Και ήταν εκείνη που είχε συγκεντρώσει και τυπώσει με δική της πρωτοβουλία, στίχους τους οποίους είχα γράψει στο σχολείο μέχρι τα δεκαέξι μου χρόνια, και τους οποίους της έστελνα με εμπιστοσύνη από το μικρό Σπίτι των Αγαπητών Κυριών. Αργότερα, όταν το όνομά μου έγινε γνωστό, «παρουσιάστηκαν αυτοί οι σημαντικοί άνθρωποι» και το αθώο βιβλίο «βγήκε στην αγορά»• και δικηγόροι από τη Φιλαδέλφεια - ένα ξεχωριστό είδος - ήθελαν να μάθουν, επειδή είχαν πληρώσει πολλά για ένα παλιό αντίτυπο, τι θυμόμουν από τη γέννηση του. Οι στίχοι είχαν γραφτεί πρώτα σε ένα τετράδιο με σκληρό εξώφυλλο, το πρωτοσέλιδο του οποίου είχε διακοσμήσει ο πατέρας με ένα σκανδαλώδες σκίτσο σε σέπια, που έδειχνε τον Τέννυσον και τον Μπράουνινγκ να παρελαύνουν και ένα διοπτροφόρο σχολιαρόπαιδο να τους ακολουθεί. Όταν τελείωσα το σχολείο το έδωσα σε μια γυναίκα η οποία μου το επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια. Για το λόγο αυτό θα έχει ανώτερη θέση στον παράδεισο, από αυτή που της εξασφαλίζει η φυσική της καλοσύνη.
... ... ...

Μετάφραση: Σοφία Παυλίδου
Επιμέλεια: Παυλίνα Παμπούδη
- από το βιβλίο Rudyard Kipling, Kάτι από τη ζωή μου
Εκδόσεις: Printa / εκ βαθέων, 2002




Ο Σίβα και η ακρίδα
(Το τραγούδι που η μητέρα του Τομάι τραγουδούσε στο μωρό της)


Ο Σίβα που δίνει τη σοδειά και στέλνει τον αέρα
πριν από χρόνια καθισμένος στο κατώφλι της ζωής
έδωσε στον καθένα τροφή, δουλειά και μοίρα
απ' το βασιλιά πάνω στο θρόνο ως το φτωχό στην πύλη.

Αυτός τα 'φτιαζε όλα, ο Σίβα ο Προστάτης.
Μαχάντεο! Μαχάντεο! Αυτός τα 'φτιαζε όλα.
Αγκάθια για την καμήλα, σανό για την αγελάδα
και της μάνας την καρδιά για το μικρό αγοράκι!

Στάρι έδωσε στους πλούσιους, κεχρί στονς φτωχούς
και ψίχουλα στονς καλογέρους που χτυπούν τις πόρτες ζητιανεύοντας'
γελάδια στην τίγρη, ψοφίμια στα γεράκια
και στονς άγριους λύκους προβιές και κόκαλα.
Τα δώρα που του ταίριαζαν πήρε ο καθένας.
Μα η Παρμπάτι έβλεπε όσα πήγαιναν κι έρχονταν
και σκέφτηκε να πειράξει τον άντρα της, να τον ρεζιλέψει
κι έκρυψε στον κόρφο της μέσα μια ακρίδα.

Πήγε να κοροϊδέψει τον Σίβα τον Προστάτη.
Μαχάντεο! Μαχάντεο! Πήγε να τον κοροϊδέψει.
Βαριές είν' οι αγελάδες, ψηλές είναι οι καμήλες
μα πιο μικρό απ 'αντό το πλάσμα δεν υπάρχει στη γη, μικρό αγοράκι!

Όταν τέλειωσε η μοιρασιά, η Παρμπάτι του 'πε γελώντας:
«Αφέντη, που όλους τους τάισες, μήπως ξέχασες κάτι;»
Κι ο Σίβα απάντησε με γέλια:
«Όλους τους τάισα• μέχρι κι αυτό πον κρύβεις μες στα στήθη».

Κι όταν εκείνη από την καρδιά της έβγαλε τη μικρή ακρίδα
είδε πως αυτή έτρωγε πράσινο φυλλαράκι.
Απόρησε και θαύμασε και προσευχήθηκε στον Σίβα
που ούτε στο πιο μικρό πλάσμα δεν αρνήθηκε τα δώρα.

Αυτός τα 'φτιαζε όλα, ο Σίβα ο Προστάτης.
Μαχάντεο! Μαχάντεο! Αντός τα 'φτιαξε όλα.
Αγκάθια για την καμήλα, σανό για την αγελάδα
και της μάνας την καρδιά για το μικρό αγοράκι!

Μετάφραση: Χρυσόστομος Λογοθέτης
Επιμέλεια: Λένια Μαζαράκη
- από Το βιβλίο της ζούγκλας του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Εικονογράφηση: Christian Broutin
Εκδόσεις: Ερευνητές, 2000





Ακόμα:
-στα "αυτοβιογραφικά": Ράντγιαρντ Κίπλινγκ: Στο σπίτι της Ευτυχίας


posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:23 μ.μ.  
1906: Τζοζουέ Καρντούτσι (Giosuè Carducci)

10 Δεκεμβρίου, 1906
«Από τον ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό ποιητών και συγγραφέων που προτάθηκαν φέτος για το Βραβείο Νόμπελ, η Σουηδική Ακαδημία έχει επιλέξει έναν σπουδαίο Ιταλό ποιητή, που από καιρό έχει ελκύσει την προσοχή και της Ακαδημίας και ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου.

[....] Ο Καρντούτσι είναι ένας πολυμαθέστατος ιστορικός λογοτεχνίας που έχει γαλουχηθεί με την αρχαία λογοτεχνία, τον Δάντη και τον Πετράρχη. Όμως δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί σε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Δεν είναι αφοσιωμένος στον ρομαντισμό, αλλά στο κλασσικό ιδεώδες του Πετραρχικού ουμανισμού. Ανεξαρτήτως της κριτικής που μπορεί δικαίως να ξεκινήσει εναντίον του, η αδιάψευστη αλήθεια εξακολουθεί να παραμένει: ένας ποιητής που κινείται από πατριωτισμό και αγάπη για την ελευθερία, που ποτέ δεν θυσιάζει τις απόψεις του προκειμένου να αποκτήσει εύνοια, και που ποτέ δεν εκτραχηλίζεται σε ευτελή αισθησιαρχία, είναι ένας άνθρωπος που εμπνέεται από τα υψηλότερα ιδανικά.

Και δεδομένου ότι η ποίησή του ως προς την αίσθηση της φιλοκαλίας αποκτά μία σπάνια βαρύτητα, ο Καρντούτσι μπορεί να θεωρείται στον ύψιστο βαθμό αντάξιος του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Για τον λόγο αυτό, η Σουηδική Ακαδημία αποτίει τιμή προς έναν ποιητή που ήδη απολαμβάνει παγκόσμιας αναγνώρισης, και προσθέτει και την δική της δημόσια έκφραση θαυμασμού, στους πολλούς επαίνους που έχει ήδη δεχθεί από την πατρίδα του» -
Carl David af Wirsén



Ο πρίγκηπας των νεωτέρων Ιταλών ποιητών Τζοζουέ Καρντούτσι [Giosuè Alessandro Michele Carducci, 27/7/1835-16/2/1907], Βραβείο Νόμπελ, 1906, γεννήθηκε στο Βαλ ντι Καστέλλο της Τοσκάνης στα 1835, και νήπιο τεσσάρων χρονών ακολούθησε τον πατέρα του στο Μπόλγκερι της Μαρέμμα (1838), όπου είχε εκτοπισθεί για τις φιλελεύθερες και ενωτικές του ιδέες. Το σπέρμα της μελαγχολίας και της ερημιάς («κει στη Μαρέμμα το έρημο της νιότης μου άνοιξε άνθος») αυτής της εξορίας, τροφοδότησε αργότερα με τη μελαγχολία τις μεγάλες ωδές του, και απετέλεσε το νοσταλγικό πυρήνα όλης του της ποίησης. Ακόμα παιδί ο Καρντούτσι εγνώρισε στην εξορία τον ποιητή Αλφιέρι και τα πολιτικά του ποιήματα, που η μητέρα του Καρντούτσι αγαπούσε και διάβαζε, και έτσι νωρίς η παιδική του ψυχή προσανατολίστηκε προς την ποίηση των εκτεταμένων συνθέσεων και της μαχητικότητας, μαχητικότητα πού διάκρινε όλα τα εκλεκτά τέκνα της Ιταλίας, που άσθμαιναν και αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους διάφορους πρίγκιπες, και τη δημοκρατικότερη ενοποίησή της. Τόσο ο πατέρας του, όσο και η μητέρα του ήσαν φλογερά φιλελεύθερα πνεύματα, και οι συγγραφείς που εδιάβαζαν ήσαν ο Ματζίνι και ο Φόσκολο. Με μεγάλες θυσίες των φτωχών γονέων του ο νεαρός ποιητής στάλθηκε στην Πίζα για να βγάλει το Διδασκαλείο, αφού πρώτα είχε διδαχθεί απ' αυτούς περισσότερα, απ' όσα ένα σχολείο Μέσης Εκπαιδεύσεως θα του εμάθαινε.

Στην Πίζα ο νεαρός, κλειστός μα ανήσυχος έφηβος, πρωτοπαρουσίασε τις σοβαρές λογοτεχνικές του τάσεις, ιδρύοντας τον φιλολογικό Σύλλογο "Αμίτσι Πεντάντι", με τους αργότερα γνωστούς Ιταλούς συγγραφείς Γκαργκάνι, Ταρτζόνι, και Κιαρίνι, και με κύριο σκοπό το αντιρωμαντικό και ελληνορωμαϊκό πνεύμα. Ο ποιητής απ' αυτή τη στιγμή, θεωρεί το ρομαντισμό σαν ξένο προϊόν, και με διαλέξεις και γραπτά, κηρύσσει την ανάγκη της επιστροφής στις πλούσιες ιταλικές παραδόσεις Το νεανικό του παγανισμό δικαιολογούσε ο ισχυρισμός του πως αυτός δεν ήταν άλλο από «λατρεία πρός τη μορφή, και τον έρωτα, στην πάνσεπτη φύση, απ' τον οποίο ήρθε να βγάλει τον άνθρωπο ο σημιτικός μυστικισμός και η ασκητεία του, με αποτέλεσμα να ισοπεδώσει άγρια και βάρβαρα το ανθρώπινο πνεύμα!»

Στα 1857 ο Καρντούτσι πρωτοπαρουσιάστηκε επίσημα στα ιταλικά Γράμματα με το βιβλίο του «Ρίμες», όπου περιέκλεινε 25 σονέττα, δώδεκα ωδές και τρία ποιήματα με τίτλο: «Σπουδές για μια ωδή στις Μούσες», και όπου ο ποιητής αποστράκιζε κάθε στίχο, που θα μπορούσε να μαρτυρήσει ρωμαντική επίδραση. Συγχρόνως ο Καρντούτσι ρίχτηκε στη μελέτη των κλασικών ιταλικών λογοτεχνικών κειμένων και στη σχολίασή τους, έτσι που σε λίγο χρονικό διάστημα να αποκτήσει υποδειγματικό εκφραστικό ύφος στην πεζογραφία του. Όταν συντελέστηκε η ένωση της Τοσκάνης με την Ιταλία, ο ποιητής γνωστός και σεβαστός, αν και μόνο 25 ετών, κλήθηκε στα 1860, στην έδρα της Ιταλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας, έδρα που αληθινά εδόξασε ο ποιητής, και κατέστησε μοναδική στην Ιταλία.

Η πολιτική ζωή της Ιταλίας, μόλις αυτή διαμορφώθηκε ύστερα από τους αγώνες της εθνικής ενότητας και ανεξαρτησίας, συμπίεζε παντού με τα πάθη της, και κάθε υψηλόφρονος πολίτης απογοητευμένος από τη διάψευση ελπίδων και πόθων, βρισκόταν εμπρός σε μια νέας μορφής δεσποτεία, εκείνη της αστικής τάξης, που ήρθε στην εξουσία με το μοναρχικό πολίτευμα. Ο Καρντούτσι στην αρχή μοναρχικός, για να μεταβληθεί ύστερα σε δημοκράτη, δεν πίστευε παρά στην Ελευθερία.

Γι' αυτό και σε ώριμη ηλικία, δίχως να προδώσει τον εαυτό του, πρόσβλεψε με συμπάθεια στο θρόνο της Δυναστείας Σαβόϊα, που στη συνείδηση των Ιταλών αποτελούσε ως χτες το σύμβολο της ενοποίησης της χώρας και των κατοίκων της. Σαν δημοκράτης ο Καρντούτσι υπήρξε φλογερός και ανυπόμονος, και το πάθος του για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ισότητα, συχνά επιθετικό, διαχύθηκε διάπυρο στην ποίησή του αυτής της περιόδου, σαν ένα ξέσπασμα της πολιτικής του ζέσης, που σαν δημόσιος ανώτατος λειτουργός, δεσμευόταν να παρουσιάσει ανοιχτά, όπως ίσως πολύ θα ήθελε, στην πολιτική κονίστρα της εποχής. Και είναι γι' αυτό το τυπικό εμπόδιο που ο ποιητής υπόγραφε τα πιο επιθετικά και μαχητικά ποιήματά του, με το ψευδώνυμο Ενότριο Ρομάνο, και στα 1863 δημοσίευσε το περίφημο «ύμνος στο Σατανά». Εδώ πια ο ποιητής παρουσιάζεται σαν επαναστάτης μιας φυσικής πίστης, μιας ηρωικής αρετής, μιας ελευθερίας για τους καταπιεζόμενους, και πλατύτερα μιας επιστημονικής και πνευματικής ελευθερίας. Από τα 1880, και ύστερα από αδιάκοπη λογοτεχνική και εκδοτική δραστηριότητα, ο ποιητής κατακτά την καρδιά της ιταλικής νεότητας, που στο πρόσωπό του πια βλέπει όχι μόνο το σοφό δάσκαλο, τον εμπνευσμένο και μεγαλόστομο ποιητή, μα και τον πνευματικό της ηγέτη. Νέα περιοδικά ιδρύονται για να διακηρύξουν την πίστη των νέων στον Καρντούτσι, τα ποιήματά του αναμένονται με αγωνία, και όταν δημοσιεύονται, συζητούνται απ' άκρου σ' άκρο της χερσονήσου και συνεγείρουν. Στα 1882 η φήμη του αποκορυφώνεται με ένα λόγο που εξεφώνησε στο θάνατο του Γκαριμπάλντι, που τυπώθηκε και μοιράστηκε σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Ο ποιητής με πλατειά επικολυρική πνοή προαναγγέλλει πως ο λαϊκός αυτός ήρωας, είναι προορισμένος να γίνει ο πιο ένδοξος θρύλος στις επερχόμενες ιταλικές γενεές. Τα τελευταία χρόνια του ποιητή δεν ήταν ευχάριστα. Στα 1885 τον έπληξε μια κυκλοφοριακή συμφόρηση, που η ζωτική ιδιοσυγκρασία του ποιητή πολέμησε. Στα 1899 όμως, μια καίρια προσβολή τον άφησε μισοπαράλυτο και τραυλό. Παρ' όλο αυτό εξακολούθησε να παραδίνει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Στα 1890 ονομάστηκε γερουσιαστής, και συνταξιοδοτήθηκε τιμητικά από το Κράτος, σύνταξη που ο ποιητής αποδέχτηκε με δυσκολία: «Ποιος είμαι εγώ για να τύχω τιμητικής σύνταξης; Τι έκαμα για τη φτωχή, ωραία κι' αγαπημένη μας Ιταλία; Τίποτα. Απλώς την αγάπησα πολύ, ακόμα και όταν την έβριζα! Αλλά αυτό είναι ελάχιστο». Στα 1904 ο Καρντούτσι άφησε την ιστορική έδρα του στη Μπολόνια, που έμεινε ορφανή μέχρι τότε που ένας άλλος άξιος και σοφός ποιητής, ο Τζοβάνι Πάσκολι, την επάνδρωσε. Στα 1906 η Σουηδία απένειμε στον Καρντούτσι το Βραβείο Νόμπελ. Ο ποιητής τότε ήταν σχεδόν νεκρός, παράλυτος και άφωνος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1907 ο ποιητής ξεψυχούσε στο ταπεινό κι' απέριττο σπιτάκι του στη Μπολόνια, για να τον πενθήσει πάνδημα η πατρίδα του.

Ο Καρντούτσι έγραψε εκτός από ένα πλήθος ποιήματα, μέσα στα οποία καθρεφτίζεται η πολιτική ζωή της Ιταλίας και της Ευρώπης, και άπειρες σελίδες υποδειγματικού πεζού λόγου, που συγκεντρωμένες στα Άπαντά του αποτελούν αληθινό μνημείο στην ιταλική λογοτεχνία, μεγαλύτερο σε όγκο του ποιητικού. Σ' αυτό κυρίως περιλαμβάνονται λόγοι του ποιητή, που ήταν έξοχος ρήτορας, σε διάφορες εθνικές επετείους, ιστορικές χρονολογίες και σημαντικές ευκαιρίες. Τα ποιητικά του έργα είναι κατά σειρά τα ακόλουθα : «Ρίμες» (1857), «Ύμνος στο Σατανά» (1863), «Λέβια Γκράβια» (1871), «Νέα Ποιήματα» (1872), «Βάρβαρες ωδές» (1877), «Νέες βάρβαρες ωδές» (1882), «Σονέττα» (1883), «Νέες Ρίμες» (1887), «Τρίτες βάρβαρες ωδές» (1889) και «Ρυθμοί και Ρίμες» (1899).

Η ποίηση του Τζοζουέ Καρντούτσι που επισκίασε επί μισό σχεδόν αιώνα κάθε άλλη στη χώρα του, τονισμένη σε μια μεγάλη στιχουργική ποικιλία, καταλαμβάνεται κατά μέγα μέρος από τα πολιτικά θέματα, όπου η έμφαση, η ρητορεία και η πυρακτωμένη φράση, παραμερίζουν τη λυρική διάθεση και την εκδήλωση της ενδόμυχης φωνής. Μέρος από αυτήν είναι αφιερωμένο σε ιστορικά πρόσωπα, συμβάντα και χρονολογίες. Ο επικός Καρντούτσι, εξ άλλου, που αναπολώντας το ιστορικό παρελθόν, τραγούδησε από το πάθος της πίστης του, ιδανικά παρόμοια με τα ιδικά του, όχι από αισθηματική παραδοχή ή θρησκευτική προσήλωση σ' αυτό το παρελθόν, αλλά από ανάγκη προσαρμογής στην πραγματικότητα της εποχής του, μέσα από παλαιούς μύθους ηρωισμού, αρετής, πίστης, ομορφιάς κλπ., πρόσφερε αξιόλογα και χρήσιμα ποιητικά κείμενα στη Γραμματολογία της χώρας του. Τέλος ο λυρικός Καρντούτσι, στις συνθέσεις του, ανακεφαλαιώνοντας τα προηγούμενα θέματα, τα συγκεντρώνει μέσα σ' ένα σνμπαντιακό δράμα, όπου η αντικειμενική ιστορία, το τοπείο, οι αναμνήσεις τακτοποιούνται για να εκφράσουν το υψηλότερο νόημα της ζωής, την υπέρτατη και ηρωική μελαγχολία της στη σκέψη του θανάτου. Μ' αυτή του την ποίηση ο Καρντούτσι μπόρεσε ν' αγγίξει μια νέα εσωτερική γαλήνη που μόνο με κείνη των αρχαίων Ελλήνων είναι δυνατό να συγκριθεί. - (Βιογραφικό από την Παγκόσμιο Ανθολογία Ποιήσεως, τόμος Β' - εκδ. Γ. Παπαδημητρίου, 1953)


ο πίνακας είναι του Αlessandro Milesi - από: ilcaffepoc.it

Preludio

Odio l' usata poesia...

Μισώ την ποίηση την κοινή' το αφίνει
το κορμί της, χωρίς να λαχταρίζη,
του πρόστυχου' και πέφτει στα φιλιά του
κι αποκοιμιέται.

Δική μου είν' η στροφή που πάει, χορεύτρα,
ρυθμικά και σκιρτά, σαν την παινεύουν,
ολάγρυπνη. Πετά, τη φτεραδράχνω,
γυρνά, δε θέλει.

Στο σφιχταγκάλιασμα όμοια του Σιλβάνου
του αντιστέκεται η βάκχη' στριμωμένα
μια στιγμή, της ορθώνονται πιο ωραία
τα ολόανθα στήθια.

Ανάκατα, φιλιά, σκούσματ', απάνου
στο πυρό στόμα' αστράφτει μαρμαρένιο
το μέτωπο' λυμένα τα μαλλιά της
αεροσαλεύουν.

(Ξανατονισμένη Μουσική)

Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς
(Κλέωνος Παράσχου: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκδ. Παρουσία, 1999)




Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί

Ω τα φανάρια εκείνα πώς ξετρέχονται
Ράθυμα πίσω από τα δέντρα, ανάμεσα
Στα κλωνιά η βροχή ποτ μουσκεύει,
Και το φως τους χασμούνται στη λάσπη!

Αψιά, γοερή, στριγγιά σφυρίζ' η ατμάμαξα
Εκεί σιμά' ο ουρανός μολυβοχρώματος
Κ' η αυγή του φθινοπώρου μοιάζει
Στα τριγύρω σα φάσμα τεράστιο.

Που και γιατί κινούν τα πλήθη αμίλητα,
Στα σκυθρωπά τ' αμάξια γιατί βιάζονται;
Για ποιους πόνους άγνωστους πάνε
Ή αγωνίες ελπίδας απόμακρης;

Κ' εσύ με συλλογή, Λίδια, στου εισπράχτορα
Την ξερή κοπή δίνεις το εισιτήριο,
Στο διώχτη καιρό τα ωραία χρόνια,
Τις χαρές τις γοργές και τις μνήμες.

Κουκουλωμένοι, μαύροι πάνε κ' έρχονται
Εμπρός από τα μαύρα τραίνα οι φύλακες
Σαν ίσκιοι' χλωμό έχουν φανάρι,
Και λοστούς σιδερένιους' τα φρένα

Τα σιδερένια αχούς αφίνουν πένθιμους
Μακριούς' και μέσ' απ' της ψυχής τα τρίσβαθα
Μια ηχώ πονεμένη από πλήξη
Απαντά, σπαραγμός όπου μοιάζει.

Κ' οι θυρίδες χτυπούμενες στο κλείσιμο
Μοιάζουν σαν προσβολές' η στερνή πρόσκληση
Σημαίνει γοργή σαν περγέλιο'
Η βροχή χοντρή πέφτει στα τζάμια.

Το τέρας πια, που νοιώθει τη μετάλλινη
Ψυχή του, σειέται, λέχει, φυσά, φλόγινα
Τα μάτια του ανοίγει' στα σκότη
Προκαλεί η σφυριξιά του τα πλάτη.

Το σκληρό τέρας πάει'στο απαίσιο τραίνο του
Φτεροκοπώντας οι έρωτές μου πηγαίνουνε.
Αχ, η όψη η λευκή, το ωραίο βέλο
Χαιρετώντας χάθηκαν στα σκότη.

Ω ροδαλό, χλωμό και γλυκό πρόσωπο,
Ω λαμπερά γαλήνια μάτια, ώ άσπιλο,
Λευκό και με χάρη σκυμμένο
Στα πυκνόσγουρα ανάμεσα, μέτωπο!

Στο αγέρι το χλιαρό η ζωή παλλότανε.
Παλλότανε το θέρος σαν μου γέλασαν.
Και ο ήλιος ο νιος του Ιουνίου
Να φιλή φωτεινός εχαιρόταν,

Τις καστανές της κόμης τις ανταύγειες
Στις απαλές παρειές' σα φωτοστέφανο
Πιο ωραία τα όνειρά μου απ' τον ήλιο
Την εράσμια την όψη εκυκλώναν.

Μέσ' στη βροχή, στην καταχνά επιστρέφοντας
Τώρα, μ' αυτές επιθυμούσα να 'σμιγα'
Σα να 'χα μεθύσει τρεκλίζω,
Και μην έγινα φάντασμα ψαύομαι.

Ω, ποιο πέσιμο φύλλων ακατάπαυτο,
Βουβό, ψυχρό, βαρύ στην ψυχή αιστάνομαι!
Πιστεύω πως μόνο, πως πάντα,
Πως στον κόσμο παντού είμαι Νοέμβρης.

Γι' αυτόν το νόημα πώχασε της Ύπαρξης,
Η συννεφιά, η μαυρίλα αυτή καλύτερα'
Ποθώ, ναί, ποθώ να πλαγιάσω
Σε μια πλήξη που ατέλειωτη να 'ναι.

Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς
(Παγκόσμιος Ανθολογία Ποιήσεων, τόμος Β', εκδ. Γ. Παπαδημητρίου, 1953)

posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:24 μ.μ.  
Παρασκευή
1905: Χένρικ Σενκιέβιτς (Henryk Sienkiewicz)

10 Δεκεμβρίου 1905
Όπου η λογοτεχνία ενός λαού είναι πλούσια και αστείρευτη, η ύπαρξη αυτού του λαού είναι εξασφαλισμένη, αφού το άνθος του πολιτισμού δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε άγονο έδαφος. Όμως, σε κάθε λαό υπάρχουν κάποιες σπάνιες ιδιοφυίες που στον εαυτό τους συγκεντρώνουν το πνεύμα του έθνους' παρουσιάζουν το στοιχείο του εθνικού χαρακτήρα στην οικουμένη. Αν και μ' αυτόν τον τρόπο τρέφουν τις μνήμες του παρελθόντος αυτού του λαού, το κάνουν μόνον για να ενδυναμώνουν την ελπίδα του για το μέλλον. Η έμπνευσή τους είναι βαθιά ριζωμένη στο παρελθόν, σαν την Βελανιδιά του Baublis[*] στην στέπα της Λιθουανίας, αλλά τα κλαδιά τους ταλαντεύονται από τους ανέμους του σήμερα. Ένας τέτοιος αντιπρόσωπος της λογοτεχνίας και της πνευματικής πολιτιστικής κληρονομιάς ενός ολόκληρου έθνους είναι ο άνθρωπος στον οποίο η Σουηδική Ακαδημία απονέμει φέτος το Βραβείο Νόμπελ. Είναι εδώ και το όνομά του είναι Ερρίκος Σιένκιεβιτς.
- C. D af Wirsén




O Πολωνός συγγραφέας Ερρίκος Σιένκιεβιτς (Henryk Adam Aleksander Pius Sienkiewicz 1846 - 1916) ξεκίνησε την σταδιοδρομία του με ταξιδιωτικές επιστολές από την Αμερική (το 1876 με το ψευδώνυμο Λίτβο) και με ρεαλιστικά μυθιστορήματα (Χάννα, Γιάγκος ο Μουζικάντης κ.ά). Με το τριλογικό μυθιστόρημά του "Διά πυρός και σιδήρου" (1886), "Κατακλυσμός" και "Παν Μιχαήλ Βολοδυγιόφσκι" (1887-1888), με θέμα από την ιστορία της Πολωνίας του 17ου αιώνα, έγινε ο αγαπητός συγγραφέας του πολωνικού λαού. Τα μυθιστορήματά του, που μεταφράσθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, διακρίνονται από ένταση δράσης και από πίστη στο μεγαλείο της φυλής του. Για αρκετό χρονικό διάστημα, λόγω της τσαρικής λογοκρισίας, χειρίσθηκε σύγχρονα ψυχολογικά προβλήματα και αργότερα (1895) έγραψε το μυθιστόρημα "Quo Vadis" που διαδραματίζεται στην εποχή του Νέρωνα και που του εξασφάλισε παγκόσμια φήμη. Με το μυθιστόρημά του "Οι ιππότες του σταυρού" (1900), στο οποίο εξιστορεί τους αγώνες μεταξύ Πολωνών και Γερμανών κατά τον 15ο αιώνα, επανήλθε στα θέματα με την ιστορία της πατρίδας του. Το 1905 λαμβάνει το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και κατά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, από την Ελβετία όπου βρισκόταν, εργάσθηκε υπέρ της Πολωνίας. Ετάφη στο Βεβέ της Ελβετίας και το 1924 έγινε η μετακομιδή των οστών του στην Βαρσοβία. - (Βιογραφικό από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, εκδόσεως 1931, με απόδοση στην καθομιλουμένη)

- βιογραφικό από την wikipedia


πορτραίτο: από τον Kazimierz Mordasewicz (commons.wikimedia.org)





posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:54 μ.μ.  
Πέμπτη
1904: Φρεντερίκ Μιστράλ και Χοσέ Eτσεγκαράι ι Εϊθαγκίρε

Frédéric Mistral and José Echegaray y Eizaguirre

December 10, 1904
Η Ακαδημία σκέφθηκε συγκεκριμένα δύο συγγραφείς που αμφότεροι θα άξιζαν ολόκληρο το Βραβείο Νόμπελ. Και οι δύο έχουν φθάσει στο ανώτερο όριο όχι μόνον της ποιητικής τέχνης, αλλά ακόμα και της ζωής' ο ένας είναι εβδομήντα τεσσάρων ετών, ο άλλος δύο χρόνια νεότερος. Για το λόγο αυτό, η Ακαδημία πιστεύει ότι δεν μπορεί να περιμένει περισσότερο για να τους αποδώσει μία τιμητική διάκριση που και οι δύο δικαιούνται εξ ίσου, αν και από διαφορετικές απόψεις, και τους απονέμει εξ ημισείας το ετήσιο βραβείο. Αν και μ' αυτόν τον τρόπο, μειώνεται η υλική αξία του βραβείου για έκαστο των τιμηθέντων, η Ακαδημία μολαταύτα επιθυμεί να δηλώσει δημοσίως ότι, σ' αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση, το καθένα από τα δύο αυτά Βραβεία θεωρείται ως ισάξιο του ακέραιου. -
C.D. af Wirsén



O Φρεντερίκ Μιστράλ (1830-1914) γεννήθηκε σ' ένα χωριό της κοιλάδας του Ροδανού στην Νότια Γαλλία από εύπορη αγροτική οικογένεια. Σπούδασε στο Βασιλικό Κολλέγιο της Αβινιόν, όπου μελέτησε Όμηρο και Βιργίλιο, και το 1851 έλαβε το πτυχίο της Νομικής από το Πανεπιστήμιο της Αιξ-Αν-Προβάνς. Μολονότι είχε αρχίσει να γράφει ποιήματα όντας ακόμα μαθητής και είχε από τότε εκδηλώσει την πρόθεσή του να γίνει ποιητής, δημοσίευσε την πρώτη συλλογή του το 1852 ακολουθώντας την επιθυμία του πατέρα του να ολοκληρώσει πρώτα τις σπουδές του. Τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε στην μητρική του γλώσσα, την προβηγκιακή - οξιτανική όπως είναι γνωστή -, και το 1854 μαζί με άλλους 6 νέους ποιητές ίδρυσε τον λογοτεχνικό και πολιτιστικό σύνδεσμο Félibrige που είχε σκοπό την διατήρηση της γλώσσας και των εθίμων της Προβηγκίας. Σκοπός στον οποίο δόθηκε ολόψυχα ο Μιστράλ, και που γι αυτόν προσέφερε ένα σημαντικό έργο εικοσαετούς εργασίας του, το δίτομο λεξικό Lou Tresor dóu Felibrige, όπως και τα χρήματα του βραβείου Νόμπελ που τα χρησιμοποίησε για την ίδρυση ενός εθνογραφικού προβηγκιανού μουσείου στην Αρλ. Γνωστός για τα φιλελληνικά του αισθήματα, έτρεφε αγάπη και απεριόριστο θαυμασμό για την χώρα μας, που τον αποτύπωσε στο ποίημά του Ο ελληνικός ύμνος. [Αγνάντια στη σκυφτή και ντροπιασμένη Ευρώπη / ας πιούμε ξέχειλη τη δόξα, παλικάρια. / Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, / θεία είν' η δάφνη! Μια φορά κανείς πεθαίνει.]


ο πίνακας είναι του Félix Auguste Clément - από: commons.wikimedia.org

Η αγάπη του Βικέντιου

Λέει: Σ' αγαπώ' δεν τρώω, δεν πίνω...
Μιρέγια, ιδέ το χόρτο εκείνο
που το ζυγώνουν τα κύματα τώρα.
Φυτρώνει στα ρηχά νερά,
δυο μόνο ανθάκια έχει μικρά
κι είναι, Μιρέγια, μια χαρά.
Όμως αν έρθει της αγάπης η ώρα,

το ένα το λούλουδο μονάχο
θα πάει κοντά σε κάποιο βράχο
τα πέταλα στον ήλιο για ν' απλώσει.
Καί βλέποντάς το έτσι λαμπρό,
τ' άλλο λουλούδι ερωτικό
κάνει ν' ανέβει απ' το βυθό,
ένα φιλί στο ταίρι του να δώσει.

Πάνου στο βράχο για να φτάσει
και στην αγάπη, ώσπου να σπάσει
το τρυφερό κλωνάρι του τεντώνει,
κι όταν ελεύτερο βρεθεί,
νεκρό κι ωραίο θε να συρθεί,
τ' άλλο για να 'βρει. Ένα φιλί,
Μιρέγια, κι ας πεθάνω! Είμαστε μόνοι.

Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης
(Άπαντα Καρυωτάκη, εκδ. Στρουμπούκη, 1981)






Ο Χοσέ Eτσεγκαράι ι Εϊθαγκίρε (1832-1916) - πολιτικός μηχανικός, μαθηματικός, πολιτικός, και ένας από τους σπουδαιότερους Ισπανούς δραματουργούς - γεννήθηκε στην Μαδρίτη από γονείς βασκικής καταγωγής και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Μούρθια όπου ο πατέρας του κατείχε τη θέση του καθηγητή Ελληνικών στο τοπικό Ινστιτούτο. Εκεί παρακολούθησε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση και σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών η οικογένεια επέστρεψε στην Μαδρίτη. Σπούδασε στην Σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου της Μαδρίτης (ETSICCP - Escuela Técnica Superior de Ingenieros de Caminos, Canales y Puertos) και τέσσερα χρόνια μετά την αποφοίτησή του έγινε καθηγητής στο ίδιο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Σε ηλικία 32 ετών, εξελέγη μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Επιστημών, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών και υπουργός Δημοσίων έργων και παρέμεινε επιστημονικά, πολιτικά και συγγραφικά ενεργός και παραγωγικός μέχρι το θάνατό του.


ο πίνακας είναι από το site Ateneo de Madrid
posted by Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ. @ 4:07 μ.μ.  
Aρχική σελίδα
About Us

Name: Κατερίνα Στρατηγοπούλου-Μ.
Home: Αθήνα, Greece
About Me: Δεν είναι αυτό που βλέπετε, είναι αυτό που ...νομίζω: ένα blog με δέκα θεματικές ενότητες και όχι δέκα διαφορετικά blogs * * * *
See my complete profile *
Κατερίνα Σ.Μ., τα blogs:
Οι Νομπελίστες
Archives
Links
ευχαριστώ για τα links:
Αναγνώστες:
Powered by

Free Blogger Templates

BLOGGER