10 Δεκεμβρίου, 1910
Πολλοί διάσημοι συγγραφείς από αρκετές χώρες έχουν προταθεί για το φετινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Σουηδική Ακαδημία το έχει κατακυρώσει σε έναν συγγραφέα στου οποίου την υποψηφιότητα προσέφεραν στήριξη περισσότεροι από εξήνα Γερμανοί ειδήμονες της τέχνης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Το όνομά του είναι Πάουλ Χάιζε.
Το όνομα ξαναζωντανεύει την ανάμνηση της νιότης και της πιο ώριμης ανδρικής ηλικίας' ακόμα θυμόμαστε την λογοτεχνική απόλαυση που μας χάρισαν, ειδικότερα οι νουβέλες του. Σήμερα, ένας ηλικιωμένος αλλά ακόμα δραστήριος άνδρας, είναι μία προσωπικότητα που οι κριτές δεν θα μπορούσαν να παραβλέψουν εάν επρόκειτο να εκφράσουν τον θαυμασμό τους απονέμοντας την υψηλή διάκριση στο πιο αξιόλογο λογοτεχνικό έργο. Οι κριτές δεν επηρεάστηκαν ούτε από ευαισθησία προς την ηλικία, ούτε από τίποτα άλλο, βεβαίως, εκτός από την διαπιστωμένη, αληθινή αξία.
[....] Ο Χάιζε είναι σχεδόν τόσο δημοφιλής στην Ιταλία όσο είναι και στην Γερμανία. Οι πολυάριθμες έξοχες μεταφράσεις του, έκαναν γνωστή στην Γερμανία την Ιταλική λογοτεχνία. Σ' αυτόν οφείλεται ότι ο Λεοπάρντι, ο Μαντσόνι, ο Φόσκολο, ο Μόντι, ο Παρίνι και ο Τζούστι διαβάζονται και θαυμάζονται ευρέως εκεί.
[....] Σ' αυτήν την πανηγυρική εκδήλωση, που ο Χάιζε αδυνατεί να παρακολουθήσει λόγω ασθενείας, τον ευχαριστούμε για την τέρψη που προσέφεραν τα έργα του σε χιλιάδες ανθρώπους, και στέλνομε τους χαιρετισμούς μας στο σπίτι της Λουίζνστράσσε του Μονάχου, που για τόσο πολλά χρόνια είναι ο οίκος των Μουσών. - C.D. af Wirsén
Paul Heyse (Paul Johann Ludwig von Heyse, 15/3/1830-2/4/1914)
Χάυζε (Παύλος φον). Γερμανός ποιητής. Έζησε στο Μόναχο, όπου μαζί με τον Εμάνουελ Γκάιμπελ, απετέλεσε το κέντρο κύκλου των πιο ονομαστών ποιητών της εποχής του. Τα ποιήματά του διακρίνονται για τον πλούτο της φαντασίας, την τελειότητα του στίχου και την απαλότητα της έκφρασης. Ο Χάιζε καταξιώθηκε ως αριστοτέχνης του διηγήματος (κυρίως). Από τα εκατό και πλέον διηγήματά του, που δημοσιεύθηκαν από το 1855 μέχρι το 1914, κάτω από διάφορους τίτλους, και τα οποία χαρακτηρίζει θερμότητα, ζωηρότητα και χάρη στην αφήγηση και την πλοκή, ξεχωρίζουν τα: Αρραμπιάτα (1855), Μονήρεις, Αντρέα Ντέλφιν, Ο τελευταίος Κένταυρος (1871), Η ευτυχία του Ρότενμπουργκ, κ.ά. Έγραψε ακόμα πολλά θεατρικά έργα και μετέφρασε συλλογές ισπανικών και ιταλικών ποιημάτων, θεατρικά έργα της ιταλικής Αναγέννησης, τραγωδίες του Σαίξπηρ κ.λπ. - (το σύντομο εργογραφικό και κριτικό σημείωμα είναι από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Ελευθερουδάκη, εκδόσεως 1931, με απόδοση στην καθομιλουμένη)
πορτραίτο: από τον Adolph von Menzel (en.wikipedia.org)
Αντρέα Ντέλφιν
Σ’ αυτό το Βενετσιάνικο σοκάκι που φέρει το φιλικό όνομα «Μπέλλα Κορτεσία», στα μέσα του περασμένου αιώνα, υπήρχε η απλή μονοκατοικία μιας συνηθισμένης οικογένειας. Σε μια εσοχή, πάνω απ' την χαμηλή του είσοδο, που πλαισιωνόταν από δυο ξύλινους σπειροειδείς κίονες και ένα μπαρόκ γείσωμα, υπήρχε μια εικόνα της Παναγίας και μια άσβεστη φλόγα που τρεμόφεγγε ταπεινά πίσω από το κόκκινο γυαλί της. Μπαίνοντας κάποιος στον χαμηλότερο διάδρομο, βρισκόταν στη βάση μιας πλατιάς, απότομης σκάλας, που χωρίς καθόλου κλίσεις, πήγαινε κατευθείαν στα δωμάτια του άνω ορόφου. Ομοίως κι εδώ, μια λάμπα έκαιγε μέρα και νύχτα, κρεμασμένη σε γυαλιστερές λεπτές αλυσίδες από την οροφή, αφού το φως της μέρας έμπαινε μέσα μόνον όταν τύχαινε να ανοίξει η μπροστινή πόρτα. Αλλά παρά το διαρκές μισοσκόταδο, η σκάλα ήταν ο χώρος όπου η Σινιόρα Τζοβάννα Ντανιέλι, η ιδιοκτήτρια του σπιτιού, προτιμούσε, πάνω απ' όλα, για να κάθεται. Από τον θάνατο του συζύγου της και μετά, κατοικούσε στο κληρονομημένο σπίτι μαζί με την Μαριέττα, την μοναδική της θυγατέρα, και νοίκιαζε μερικά αχρείαστα δωμάτια σε ήσυχους ενοικιαστές. Ισχυριζόταν πως τα δάκρυα που έχυσε για τον αγαπημένο της σύζυγο είχαν εξασθενήσει πάρα πολύ την όρασή της ώστε να μπορεί, μέχρι στιγμής, να αντέξει απευθείας στα μάτια της το φως του ήλιου. Αλλά οι γείτονες έλεγαν ότι ο μόνος λόγος για την διαρκή παρουσία της στην κορφή της σκάλας, από το πρωί μέχρι που έπεφτε η νύχτα, ήταν για να της δίνει την δυνατότητα να ξεκινά διάλογο με όλους όσους έμπαιναν ή έβγαιναν από το σπίτι, και να μην τους αφήνει να περνούν πριν εκπληρώσουν το χρέος τους προς την περιέργειά της και την φλύαρη φύση της.
Μετάφραση: Ιωάννα Μοάτσου-Στρατηγοπούλου
|