10 Δεκεμβρίου, 1906
«Από τον ασυνήθιστα μεγάλο αριθμό ποιητών και συγγραφέων που προτάθηκαν φέτος για το Βραβείο Νόμπελ, η Σουηδική Ακαδημία έχει επιλέξει έναν σπουδαίο Ιταλό ποιητή, που από καιρό έχει ελκύσει την προσοχή και της Ακαδημίας και ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου.
[....] Ο Καρντούτσι είναι ένας πολυμαθέστατος ιστορικός λογοτεχνίας που έχει γαλουχηθεί με την αρχαία λογοτεχνία, τον Δάντη και τον Πετράρχη. Όμως δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί σε μία συγκεκριμένη κατηγορία. Δεν είναι αφοσιωμένος στον ρομαντισμό, αλλά στο κλασσικό ιδεώδες του Πετραρχικού ουμανισμού. Ανεξαρτήτως της κριτικής που μπορεί δικαίως να ξεκινήσει εναντίον του, η αδιάψευστη αλήθεια εξακολουθεί να παραμένει: ένας ποιητής που κινείται από πατριωτισμό και αγάπη για την ελευθερία, που ποτέ δεν θυσιάζει τις απόψεις του προκειμένου να αποκτήσει εύνοια, και που ποτέ δεν εκτραχηλίζεται σε ευτελή αισθησιαρχία, είναι ένας άνθρωπος που εμπνέεται από τα υψηλότερα ιδανικά.
Και δεδομένου ότι η ποίησή του ως προς την αίσθηση της φιλοκαλίας αποκτά μία σπάνια βαρύτητα, ο Καρντούτσι μπορεί να θεωρείται στον ύψιστο βαθμό αντάξιος του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Για τον λόγο αυτό, η Σουηδική Ακαδημία αποτίει τιμή προς έναν ποιητή που ήδη απολαμβάνει παγκόσμιας αναγνώρισης, και προσθέτει και την δική της δημόσια έκφραση θαυμασμού, στους πολλούς επαίνους που έχει ήδη δεχθεί από την πατρίδα του» - Carl David af Wirsén
Ο πρίγκηπας των νεωτέρων Ιταλών ποιητών Τζοζουέ Καρντούτσι
[Giosuè Alessandro Michele Carducci, 27/7/1835-16/2/1907], Βραβείο Νόμπελ, 1906, γεννήθηκε στο Βαλ ντι Καστέλλο της Τοσκάνης στα 1835, και νήπιο τεσσάρων χρονών ακολούθησε τον πατέρα του στο Μπόλγκερι της Μαρέμμα (1838), όπου είχε εκτοπισθεί για τις φιλελεύθερες και ενωτικές του ιδέες. Το σπέρμα της μελαγχολίας και της ερημιάς («
κει στη Μαρέμμα το έρημο της νιότης μου άνοιξε άνθος») αυτής της εξορίας, τροφοδότησε αργότερα με τη μελαγχολία τις μεγάλες ωδές του, και απετέλεσε το νοσταλγικό πυρήνα όλης του της ποίησης. Ακόμα παιδί ο Καρντούτσι εγνώρισε στην εξορία τον ποιητή Αλφιέρι και τα πολιτικά του ποιήματα, που η μητέρα του Καρντούτσι αγαπούσε και διάβαζε, και έτσι νωρίς η παιδική του ψυχή προσανατολίστηκε προς την ποίηση των εκτεταμένων συνθέσεων και της μαχητικότητας, μαχητικότητα πού διάκρινε όλα τα εκλεκτά τέκνα της Ιταλίας, που άσθμαιναν και αγωνίζονταν για την απελευθέρωση της Ιταλίας από τους διάφορους πρίγκιπες, και τη δημοκρατικότερη ενοποίησή της. Τόσο ο πατέρας του, όσο και η μητέρα του ήσαν φλογερά φιλελεύθερα πνεύματα, και οι συγγραφείς που εδιάβαζαν ήσαν ο Ματζίνι και ο Φόσκολο. Με μεγάλες θυσίες των φτωχών γονέων του ο νεαρός ποιητής στάλθηκε στην Πίζα για να βγάλει το Διδασκαλείο, αφού πρώτα είχε διδαχθεί απ' αυτούς περισσότερα, απ' όσα ένα σχολείο Μέσης Εκπαιδεύσεως θα του εμάθαινε.
Στην Πίζα ο νεαρός, κλειστός μα ανήσυχος έφηβος, πρωτοπαρουσίασε τις σοβαρές λογοτεχνικές του τάσεις, ιδρύοντας τον φιλολογικό Σύλλογο "Αμίτσι Πεντάντι", με τους αργότερα γνωστούς Ιταλούς συγγραφείς Γκαργκάνι, Ταρτζόνι, και Κιαρίνι, και με κύριο σκοπό το αντιρωμαντικό και ελληνορωμαϊκό πνεύμα. Ο ποιητής απ' αυτή τη στιγμή, θεωρεί το ρομαντισμό σαν ξένο προϊόν, και με διαλέξεις και γραπτά, κηρύσσει την ανάγκη της επιστροφής στις πλούσιες ιταλικές παραδόσεις Το νεανικό του παγανισμό δικαιολογούσε ο ισχυρισμός του πως αυτός δεν ήταν άλλο από «
λατρεία πρός τη μορφή, και τον έρωτα, στην πάνσεπτη φύση, απ' τον οποίο ήρθε να βγάλει τον άνθρωπο ο σημιτικός μυστικισμός και η ασκητεία του, με αποτέλεσμα να ισοπεδώσει άγρια και βάρβαρα το ανθρώπινο πνεύμα!»
Στα 1857 ο Καρντούτσι πρωτοπαρουσιάστηκε επίσημα στα ιταλικά Γράμματα με το βιβλίο του «Ρίμες», όπου περιέκλεινε 25 σονέττα, δώδεκα ωδές και τρία ποιήματα με τίτλο: «Σπουδές για μια ωδή στις Μούσες», και όπου ο ποιητής αποστράκιζε κάθε στίχο, που θα μπορούσε να μαρτυρήσει ρωμαντική επίδραση. Συγχρόνως ο Καρντούτσι ρίχτηκε στη μελέτη των κλασικών ιταλικών λογοτεχνικών κειμένων και στη σχολίασή τους, έτσι που σε λίγο χρονικό διάστημα να αποκτήσει υποδειγματικό εκφραστικό ύφος στην πεζογραφία του. Όταν συντελέστηκε η ένωση της Τοσκάνης με την Ιταλία, ο ποιητής γνωστός και σεβαστός, αν και μόνο 25 ετών, κλήθηκε στα 1860, στην έδρα της Ιταλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Μπολόνιας, έδρα που αληθινά εδόξασε ο ποιητής, και κατέστησε μοναδική στην Ιταλία.
Η πολιτική ζωή της Ιταλίας, μόλις αυτή διαμορφώθηκε ύστερα από τους αγώνες της εθνικής ενότητας και ανεξαρτησίας, συμπίεζε παντού με τα πάθη της, και κάθε υψηλόφρονος πολίτης απογοητευμένος από τη διάψευση ελπίδων και πόθων, βρισκόταν εμπρός σε μια νέας μορφής δεσποτεία, εκείνη της αστικής τάξης, που ήρθε στην εξουσία με το μοναρχικό πολίτευμα. Ο Καρντούτσι στην αρχή μοναρχικός, για να μεταβληθεί ύστερα σε δημοκράτη, δεν πίστευε παρά στην Ελευθερία.
Γι' αυτό και σε ώριμη ηλικία, δίχως να προδώσει τον εαυτό του, πρόσβλεψε με συμπάθεια στο θρόνο της Δυναστείας Σαβόϊα, που στη συνείδηση των Ιταλών αποτελούσε ως χτες το σύμβολο της ενοποίησης της χώρας και των κατοίκων της. Σαν δημοκράτης ο Καρντούτσι υπήρξε φλογερός και ανυπόμονος, και το πάθος του για την ελευθερία, τη δικαιοσύνη και την ισότητα, συχνά επιθετικό, διαχύθηκε διάπυρο στην ποίησή του αυτής της περιόδου, σαν ένα ξέσπασμα της πολιτικής του ζέσης, που σαν δημόσιος ανώτατος λειτουργός, δεσμευόταν να παρουσιάσει ανοιχτά, όπως ίσως πολύ θα ήθελε, στην πολιτική κονίστρα της εποχής. Και είναι γι' αυτό το τυπικό εμπόδιο που ο ποιητής υπόγραφε τα πιο επιθετικά και μαχητικά ποιήματά του, με το ψευδώνυμο Ενότριο Ρομάνο, και στα 1863 δημοσίευσε το περίφημο «ύμνος στο Σατανά». Εδώ πια ο ποιητής παρουσιάζεται σαν επαναστάτης μιας φυσικής πίστης, μιας ηρωικής αρετής, μιας ελευθερίας για τους καταπιεζόμενους, και πλατύτερα μιας επιστημονικής και πνευματικής ελευθερίας. Από τα 1880, και ύστερα από αδιάκοπη λογοτεχνική και εκδοτική δραστηριότητα, ο ποιητής κατακτά την καρδιά της ιταλικής νεότητας, που στο πρόσωπό του πια βλέπει όχι μόνο το σοφό δάσκαλο, τον εμπνευσμένο και μεγαλόστομο ποιητή, μα και τον πνευματικό της ηγέτη. Νέα περιοδικά ιδρύονται για να διακηρύξουν την πίστη των νέων στον Καρντούτσι, τα ποιήματά του αναμένονται με αγωνία, και όταν δημοσιεύονται, συζητούνται απ' άκρου σ' άκρο της χερσονήσου και συνεγείρουν. Στα 1882 η φήμη του αποκορυφώνεται με ένα λόγο που εξεφώνησε στο θάνατο του Γκαριμπάλντι, που τυπώθηκε και μοιράστηκε σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Ο ποιητής με πλατειά επικολυρική πνοή προαναγγέλλει πως ο λαϊκός αυτός ήρωας, είναι προορισμένος να γίνει ο πιο ένδοξος θρύλος στις επερχόμενες ιταλικές γενεές. Τα τελευταία χρόνια του ποιητή δεν ήταν ευχάριστα. Στα 1885 τον έπληξε μια κυκλοφοριακή συμφόρηση, που η ζωτική ιδιοσυγκρασία του ποιητή πολέμησε. Στα 1899 όμως, μια καίρια προσβολή τον άφησε μισοπαράλυτο και τραυλό. Παρ' όλο αυτό εξακολούθησε να παραδίνει μαθήματα στο Πανεπιστήμιο. Στα 1890 ονομάστηκε γερουσιαστής, και συνταξιοδοτήθηκε τιμητικά από το Κράτος, σύνταξη που ο ποιητής αποδέχτηκε με δυσκολία: «
Ποιος είμαι εγώ για να τύχω τιμητικής σύνταξης; Τι έκαμα για τη φτωχή, ωραία κι' αγαπημένη μας Ιταλία; Τίποτα. Απλώς την αγάπησα πολύ, ακόμα και όταν την έβριζα! Αλλά αυτό είναι ελάχιστο». Στα 1904 ο Καρντούτσι άφησε την ιστορική έδρα του στη Μπολόνια, που έμεινε ορφανή μέχρι τότε που ένας άλλος άξιος και σοφός ποιητής, ο Τζοβάνι Πάσκολι, την επάνδρωσε. Στα 1906 η Σουηδία απένειμε στον Καρντούτσι το Βραβείο Νόμπελ. Ο ποιητής τότε ήταν σχεδόν νεκρός, παράλυτος και άφωνος. Στις 6 Φεβρουαρίου 1907 ο ποιητής ξεψυχούσε στο ταπεινό κι' απέριττο σπιτάκι του στη Μπολόνια, για να τον πενθήσει πάνδημα η πατρίδα του.
Ο Καρντούτσι έγραψε εκτός από ένα πλήθος ποιήματα, μέσα στα οποία καθρεφτίζεται η πολιτική ζωή της Ιταλίας και της Ευρώπης, και άπειρες σελίδες υποδειγματικού πεζού λόγου, που συγκεντρωμένες στα Άπαντά του αποτελούν αληθινό μνημείο στην ιταλική λογοτεχνία, μεγαλύτερο σε όγκο του ποιητικού. Σ' αυτό κυρίως περιλαμβάνονται λόγοι του ποιητή, που ήταν έξοχος ρήτορας, σε διάφορες εθνικές επετείους, ιστορικές χρονολογίες και σημαντικές ευκαιρίες. Τα ποιητικά του έργα είναι κατά σειρά τα ακόλουθα : «Ρίμες» (1857), «Ύμνος στο Σατανά» (1863), «Λέβια Γκράβια» (1871), «Νέα Ποιήματα» (1872), «Βάρβαρες ωδές» (1877), «Νέες βάρβαρες ωδές» (1882), «Σονέττα» (1883), «Νέες Ρίμες» (1887), «Τρίτες βάρβαρες ωδές» (1889) και «Ρυθμοί και Ρίμες» (1899).
Η ποίηση του Τζοζουέ Καρντούτσι που επισκίασε επί μισό σχεδόν αιώνα κάθε άλλη στη χώρα του, τονισμένη σε μια μεγάλη στιχουργική ποικιλία, καταλαμβάνεται κατά μέγα μέρος από τα πολιτικά θέματα, όπου η έμφαση, η ρητορεία και η πυρακτωμένη φράση, παραμερίζουν τη λυρική διάθεση και την εκδήλωση της ενδόμυχης φωνής. Μέρος από αυτήν είναι αφιερωμένο σε ιστορικά πρόσωπα, συμβάντα και χρονολογίες. Ο επικός Καρντούτσι, εξ άλλου, που αναπολώντας το ιστορικό παρελθόν, τραγούδησε από το πάθος της πίστης του, ιδανικά παρόμοια με τα ιδικά του, όχι από αισθηματική παραδοχή ή θρησκευτική προσήλωση σ' αυτό το παρελθόν, αλλά από ανάγκη προσαρμογής στην πραγματικότητα της εποχής του, μέσα από παλαιούς μύθους ηρωισμού, αρετής, πίστης, ομορφιάς κλπ., πρόσφερε αξιόλογα και χρήσιμα ποιητικά κείμενα στη Γραμματολογία της χώρας του. Τέλος ο λυρικός Καρντούτσι, στις συνθέσεις του, ανακεφαλαιώνοντας τα προηγούμενα θέματα, τα συγκεντρώνει μέσα σ' ένα σνμπαντιακό δράμα, όπου η αντικειμενική ιστορία, το τοπείο, οι αναμνήσεις τακτοποιούνται για να εκφράσουν το υψηλότερο νόημα της ζωής, την υπέρτατη και ηρωική μελαγχολία της στη σκέψη του θανάτου. Μ' αυτή του την ποίηση ο Καρντούτσι μπόρεσε ν' αγγίξει μια νέα εσωτερική γαλήνη που μόνο με κείνη των αρχαίων Ελλήνων είναι δυνατό να συγκριθεί. -
(Βιογραφικό από την Παγκόσμιο Ανθολογία Ποιήσεως, τόμος Β' - εκδ. Γ. Παπαδημητρίου, 1953)
ο πίνακας είναι του Αlessandro Milesi - από: ilcaffepoc.it
Preludio
Odio l' usata poesia...
Μισώ την ποίηση την κοινή' το αφίνει
το κορμί της, χωρίς να λαχταρίζη,
του πρόστυχου' και πέφτει στα φιλιά του
κι αποκοιμιέται.
Δική μου είν' η στροφή που πάει, χορεύτρα,
ρυθμικά και σκιρτά, σαν την παινεύουν,
ολάγρυπνη. Πετά, τη φτεραδράχνω,
γυρνά, δε θέλει.
Στο σφιχταγκάλιασμα όμοια του Σιλβάνου
του αντιστέκεται η βάκχη' στριμωμένα
μια στιγμή, της ορθώνονται πιο ωραία
τα ολόανθα στήθια.
Ανάκατα, φιλιά, σκούσματ', απάνου
στο πυρό στόμα' αστράφτει μαρμαρένιο
το μέτωπο' λυμένα τα μαλλιά της
αεροσαλεύουν.
(Ξανατονισμένη Μουσική)
Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς
(Κλέωνος Παράσχου: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκδ. Παρουσία, 1999)
Στο σταθμό ένα φθινοπωρινό πρωί
Ω τα φανάρια εκείνα πώς ξετρέχονται
Ράθυμα πίσω από τα δέντρα, ανάμεσα
Στα κλωνιά η βροχή ποτ μουσκεύει,
Και το φως τους χασμούνται στη λάσπη!
Αψιά, γοερή, στριγγιά σφυρίζ' η ατμάμαξα
Εκεί σιμά' ο ουρανός μολυβοχρώματος
Κ' η αυγή του φθινοπώρου μοιάζει
Στα τριγύρω σα φάσμα τεράστιο.
Που και γιατί κινούν τα πλήθη αμίλητα,
Στα σκυθρωπά τ' αμάξια γιατί βιάζονται;
Για ποιους πόνους άγνωστους πάνε
Ή αγωνίες ελπίδας απόμακρης;
Κ' εσύ με συλλογή, Λίδια, στου εισπράχτορα
Την ξερή κοπή δίνεις το εισιτήριο,
Στο διώχτη καιρό τα ωραία χρόνια,
Τις χαρές τις γοργές και τις μνήμες.
Κουκουλωμένοι, μαύροι πάνε κ' έρχονται
Εμπρός από τα μαύρα τραίνα οι φύλακες
Σαν ίσκιοι' χλωμό έχουν φανάρι,
Και λοστούς σιδερένιους' τα φρένα
Τα σιδερένια αχούς αφίνουν πένθιμους
Μακριούς' και μέσ' απ' της ψυχής τα τρίσβαθα
Μια ηχώ πονεμένη από πλήξη
Απαντά, σπαραγμός όπου μοιάζει.
Κ' οι θυρίδες χτυπούμενες στο κλείσιμο
Μοιάζουν σαν προσβολές' η στερνή πρόσκληση
Σημαίνει γοργή σαν περγέλιο'
Η βροχή χοντρή πέφτει στα τζάμια.
Το τέρας πια, που νοιώθει τη μετάλλινη
Ψυχή του, σειέται, λέχει, φυσά, φλόγινα
Τα μάτια του ανοίγει' στα σκότη
Προκαλεί η σφυριξιά του τα πλάτη.
Το σκληρό τέρας πάει'στο απαίσιο τραίνο του
Φτεροκοπώντας οι έρωτές μου πηγαίνουνε.
Αχ, η όψη η λευκή, το ωραίο βέλο
Χαιρετώντας χάθηκαν στα σκότη.
Ω ροδαλό, χλωμό και γλυκό πρόσωπο,
Ω λαμπερά γαλήνια μάτια, ώ άσπιλο,
Λευκό και με χάρη σκυμμένο
Στα πυκνόσγουρα ανάμεσα, μέτωπο!
Στο αγέρι το χλιαρό η ζωή παλλότανε.
Παλλότανε το θέρος σαν μου γέλασαν.
Και ο ήλιος ο νιος του Ιουνίου
Να φιλή φωτεινός εχαιρόταν,
Τις καστανές της κόμης τις ανταύγειες
Στις απαλές παρειές' σα φωτοστέφανο
Πιο ωραία τα όνειρά μου απ' τον ήλιο
Την εράσμια την όψη εκυκλώναν.
Μέσ' στη βροχή, στην καταχνά επιστρέφοντας
Τώρα, μ' αυτές επιθυμούσα να 'σμιγα'
Σα να 'χα μεθύσει τρεκλίζω,
Και μην έγινα φάντασμα ψαύομαι.
Ω, ποιο πέσιμο φύλλων ακατάπαυτο,
Βουβό, ψυχρό, βαρύ στην ψυχή αιστάνομαι!
Πιστεύω πως μόνο, πως πάντα,
Πως στον κόσμο παντού είμαι Νοέμβρης.
Γι' αυτόν το νόημα πώχασε της Ύπαρξης,
Η συννεφιά, η μαυρίλα αυτή καλύτερα'
Ποθώ, ναί, ποθώ να πλαγιάσω
Σε μια πλήξη που ατέλειωτη να 'ναι.
Μετάφραση: Γεράσιμος Σπαταλάς
(Παγκόσμιος Ανθολογία Ποιήσεων, τόμος Β', εκδ. Γ. Παπαδημητρίου, 1953)