10 Δεκεμβρίου, 1909
Η Ιστορία μάς λέει ότι υπήρξε εποχή που η Σουηδία αγωνιζόταν για ένα παγκόσμιο αριστείο στο πεδίο της πολεμικής τιμής. Ο καιρός των όπλων έχει παρέλθει, αλλά, στην διεθνή άμιλλα για ειρηνικά βραβεία, το έθνος μας, εδώ και πολύ καιρό, χαίρει υπόληψης και τώρα έφθασε τελικώς η ώρα που η Σουηδία μπορεί να προχωρήσει σε λογοτεχνικό συναγωνισμό με τα μεγάλα έθνη. Ο κόσμος του πνεύματος καθορίζεται από ζωντανές δυνάμεις που δεν εκτιμώνται επί τη βάσει πληθυσμού ή χρυσών εκατομμυρίων, αλλά σύμφωνα με τις ιδεαλιστικές και ηθικές απαιτησεις που πληρούν.
Ο Γκέιγερ, ο Τεγκνέρ, ή ο Ρούνεμπεργκ, για να αναφέρω μόνον αυτούς, δικαίως θα μπορούσαν να διεκδικήσουν το Νόμπελ, καθώς η ανάπτυξη που αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι ξεκίνησαν εξελίχθηκε σε πλήρη άνθιση. Όμως, μεταξύ των συγγραφέων της νεότερης γενιάς, που έχουν συνεισφέρει τόσα πολλά στην λογοτεχνία μας, υπάρχει ένα όνομα που απολαύει της ιδιαίτερης αίγλης αστέρος πρώτου μεγέθους.
[....] Η πένα της Σέλμα Λάγκερλεφ αξίζει την πλήρη αναγνώριση εκ μέρους μας. Σαν αφοσιωμένη θυγατέρα, έχει διαχειρισθεί την πλούσια κληρονομιά της μητρικής της γλώσσας' από αυτή την πηγή προέρχεται η καθαρότητα της έκφρασης, η σαφήνεια της διατύπωσης, και το αρμονικό κάλλος που αποτελούν τα χαρακτηριστικά του συνόλου του έργου της. - Claes Annerstedt
Η Σέλμα Λάγκερλεφ (1858–1940) είναι η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που απόκτησε τον τίτλο του Ακαδημαϊκού (εκλέχθηκε στην Ακαδημία Σουηδίας το 1914) και η πρώτη γυναίκα στον κόσμο που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 1909).
Σπούδασε στην Στοκχόλμη παιδαγωγός και το 1885 τοποθετήθηκε δασκάλα στη Λαντσκρόνα. Πρώτο της έργο το μυθιστόρημα "Ο θρύλος του Γκέστα Μπέρλινγκ" (1891), μια ρομαντική εποποιία της σουηδικής επαρχίας. Είναι το πιο δημοφιλές έργο της που τη γένεσή του διηγήθηκε η ίδια στο άλλο γοητευτικό έργο της: "Μύθος για έναν άλλο μύθο" (1908).
Ακολούθησαν τα εξής έργα της: Αόρατοι δεσμοί (1899), Τα θαύματα του Αντίχριστου (1897), Ιερουσαλήμ (1901-1902), Η παλιά έπαυλη (1899), Ο θησαυρός του κ. Αρν (1904), Το σπίτι της Λαντσκρόνα (1911), Ο αμαξάς του Θανάτου (1912), Ο Αυτοκράτορας της Πορτογαλίας (1914), Σαρλότ Λέβενσκελντ (1925), Anna Svard (1928), Οι βασίλισσες της Κουνγκαχέλα (1899), Το δαχτυλίδι του ψαρά (1899), Οι θρύλοι του Χριστού (1904), Ο κόσμος των δαιμονικών ή Δαιμονικά και άνθρωπο (1915-1921), Φθινόπωρο (1933), Μύθοι των Χριστουγέννων (1938), Το θαυμαστό ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον (1906-1907), Μορμπάκα (1922), Το ημερολόγιό μου (1930), Το ημερολόγιο (1932). -
(Εργογραφικό σημείωμα από τον Κώστα Κριτσίνη, Νέα Εστία - τχ.1668)
πορτραίτο: από τον Carl Larsson (en.wikipedia.org)
Το θαυμαστό ταξίδι
του μικρού Νιλς Χόλγκερσον
με τις αγριόχηνες
Κεφ. Το ύφασμα με τα τετράγωνα
Για πολλήν ώρα, το αγόρι ήταν τόσο ζαλισμένο που δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο αέρας σφύριζε, οι φτερούγες χτυπούσαν' τόσος ήταν ο θόρυβος, που έμοιαζε κατακλυσμός. Δεκατρείς αγριόχηνες πετούσαν γύρω του. Όλες μαζί φλυαρούσαν και χτυπούσαν τα φτερά τους. Είχαν θαμπώσει τα μάτια του, τ' αυτιά του βούιζαν, δεν καταλάβαινε αν τα πουλιά πετούσαν ψηλά ή χαμηλά, και κατά πού πήγαιναν.
Τέλος ο Νιλς ήρθε στον εαυτό του και συλλογίστηκε πως έπρεπε να ρωτήση να μάθη πού τον πήγαιναν. Μα πώς θα είχε το θάρρος να κοιτάξη κάτω;
Οι αγριόχηνες δεν πετούσαν και πολύ ψηλά, γιατί ο καινούργιος συνταξιδιώτης τους δε θα μπορούσε ν' ανασάνη μέσα στον ελαφρό αέρα που φυσάει πιο ψηλά. Για χατήρι του πετούσαν πιο σιγά απ' ό,τι ήταν συνηθισμένες. Τέλος ο Νιλς πήρε θάρρος κι έρριξε κάτω μια ματιά. Σάστισε βλέποντας απλωμένο κάτω εκεί ένα τεράστιο τραπεζομάντηλο με μεγάλα και μικρά πολύχρωμα τετράγωνα.
— Πού μπορεί να βρισκόμαστε; ρώτησε μέσα του.
Ξανακοίταξε πάλι. Τίποτε άλλο από τετράγωνα. Κι είχε κάθε λογής. Μακριά και στενά, άλλα λοξά, μα παντού το μάτι έβλεπε γωνιές και γραμμές ίσιες. Τίποτα στρογγυλό.
— Μα τι να είναι άραγε αυτό το μεγάλο ύφασμα με τα τετράγωνα; μουρμούρισε χωρίς να προσμένη απάντηση.
Μα οι αγριόχηνες που πετούσαν γύρω του φώναξαν αμέσως:
— Κάμποι και λιβάδια, κάμποι και λιβάδια!...
Τότε κατάλαβε πως εκείνο που έβλεπε ήταν ο μεγάλος κάμπος της Σκανίας. Και κατάλαβε ακόμα γιατί ήταν έτσι πολύχρωμος. Πρώτα γνώρισε τα τετράγωνα που είχαν πράσινο ανοιχτό χρώμα. Ήταν τα χωράφια με τη σίκαλη που τα είχαν σπαρμένα απ' το φθινόπωρο κι είχαν πρασινίσει κάτω από το χιόνι. Τα κιτρινωπά τετράγωνα, και τα σταχτιά, ήταν αλώνια όπου άπλωναν το καλοκαίρι το σιτάρι, τ' άλλα τα πιο σκούρα ήταν παλιά χωράφια από τριφύλλι, τα μαύρα, χωράφια με κοκκινογούλια, άδεια τώρα και ξερά, ή κομμάτια γη ακαλλιέργητη. Τα σκούρα τετράγωνα με τις κίτρινες γραμμές τριγύρω θα ήταν βέβαια δάση από οξυές, γιατί μέσα σ' αυτά τα δάση τα μεγάλα δέντρα που είνε στη μέση ξεφυλλίζονται το χειμώνα, και τα νέα δεντράκια στις άκρες κρατούν ως την άνοιξη τα φύλλα τους ξερά και κιτρινιασμένα. Ήταν κι άλλα τετράγωνα σκούρα με κάτι σταχτύ στη μέση' αυτά ήταν τα μεγάλα υποστατικά με τα σπίτια τους, που ήταν σκεπασμένα με άχυρο μαυρισμένο, και με τις πλακόστρωτες αυλές τους. Άλλα πάλι τετράγωνα, πράσινα, ήταν τα περιβόλια και τα λιβάδια που πρασίνιζαν κιόλας μ' όλο που φαίνονταν ακόμα κάπου - κάπου οι θάμνοι γυμνοί. Το αγόρι δε μπόρεσε να κρατήση τα γέλια κοιτάζοντας όλα αυτά τα τετράγωνα.
Σαν άκουσαν οι χήνες που γελούσε, φώναξαν επιπληχτικά:
— Χώρα καλή κι εύφορη! Χώρα καλή κι εύφορη!...
Ξανάγινε πάλι σοβαρός.
— Πώς μπορείς, είπε στον εαυτό του, να γελάς ύστερ' από τέτοια κακοτυχία, την πιο φοβερή που μπορεί να 'ρθή σε άνθρωπο!
Μα πάλι ζωήρεψε.
Συνήθιζε σιγά-σιγά στον τρόπο που ταξίδευε.
... ... ...
Μετάφραση: Μ.Α.
- από το βιβλίο Σέλμα Λάγκερλεφ: Το θαυμαστό ταξίδι
Εκδόσεις: Ελευθερουδάκης, χ.χ.
Η ποντικοπαγίδα
Ήταν κάποτε ένας άνθρωπος που γύριζε στους δρόμους πουλώντας ποντικοπαγίδες. Τις έφτιαχνε μόνος του, ζητιανεύοντας σύρματα από τους εμπόρους ή από τους μεγαλοκτηματίες παραγωγούς. Τα κέρδη του απ' αυτή τη δουλειά ήταν μηδαμινά και για να τα βγάλει πέρα αναγκαζόταν να καταφεύγει στην επαιτεία, άλλο τόσο και σε μικροκλοπές. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, τα μάγουλά του βαθουλωμένα, η πείνα έλαμπε μέσα στα μάτια του.
Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί μέχρι ποιου σημείου μπορεί η ζωή να φαίνεται θλιβερή και μουντή μέσα από τους διαλογισμούς ενός ζητιάνου, τις ώρες που μοναχικός και σκυφτός πορεύεται στους δρόμους. Ωστόσο αυτός ο άνθρωπος κάποια μέρα ανακάλυψε μια ιδέα που του φάνηκε αρκετά διασκεδαστική. Προφανώς το μυαλό του ήταν στις ποντικοπαγίδες που έφτιαχνε και πουλούσε, όταν ξαφνικά του ήλθε η σκέψη ότι ο κόσμος ολόκληρος γύρω του, με τις χώρες του και τις θάλασσές του, τις πόλεις και τα χωριά του, δεν είναι τίποτε άλλο από μια μεγάλη ποντικοπαγίδα. Αυτός ο κόσμος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εμφανίζει στους ανθρώπους δολώματα. Προσφέρει πλούτη και απολαύσεις, ακριβώς όπως η ποντικοπαγίδα προσφέρει τυρί και λαρδί. Και μόλις κάποιος ξεγελαστεί και αγγίξει το δόλωμα, πιάνεται στη φάκα. Τότε, όλα τελειώνουν.
Μια και ο κόσμος δεν του έχει φερθεί γενναιόκαρδα, ο προσανατολισμός της σκέψης του στα κακώς κείμενα, του προξενούσε μεγάλη ευχαρίστηση. Έτσι, στη διάρκεια της καθημερινής πορείας του, που τη συνόδευαν απαισιόδοξες διαπιστώσεις, διασκέδαζε με το να σκέπτεται ανθρώπους που γνώριζε και που πιαστήκανε στη φάκα, καθώς και άλλους που δεν είχαν πιαστεί ακόμη, τριγύριζαν όμως γύρω από το δόλωμα.
Μια σκοτεινή βραδιά, περπατώντας με τέτοιες σκέψεις πάνω στο δρόμο, πρόσεξε ένα γκρίζο απόμερο σπιτάκι και χτύπησε την πόρτα για να ζητήσει καταφύγιο. Δε συνάντησε άρνηση. Στη θέση κάποιων σκυθρωπών υπόγειων στοών, όπου συνήθως τρύπωνε, του προσφέρθηκε αξιοπρεπής στέγη από έναν γέροντα ιδιοκτήτη χωρίς γυναίκα και παιδιά. Ο φιλόξενος και σπλαχνικός αυτός άνθρωπος δήλωσε ευτυχισμένος που βρέθηκε κάποιος να τον συντροφέψει στη μοναξιά του. Έβαλε το τσουκάλι στη φωτιά και κάλεσε τον επισκέπτη του να δειπνήσουν μαζί. Ύστερα έκοψε ένα κομμάτι από το "καρότο" του καπνού του, τόσο χοντρό όσο να γεμίσει την πίπα του ξένου, όπως και η δική του. Για να ολοκληρώσει τη φιλοξενία έβγαλε από το συρτάρι του τραπεζιού μια παλιά τράπουλα κι έπαιξαν οι δυο τους μέχρι την ώρα του ύπνου.
Ο γέροντας δεν ήταν φειδωλός στις εκμυστηρεύσεις του. Έτσι ο φιλοξενούμενός του έμαθε ότι, σε καιρούς ευτυχισμένους, ο καλόκαρδος σπιτονοικοκύρης ήταν μεροκαματιάρης στο σιδηρουργείο του Ραμζέ και είχε ακόμη δουλέψει και στο αγρόκτημα. Τώρα δεν είχε πια δυνάμεις για να εργασθεί, είχε όμως την αγελάδα του που τον διέτρεφε. Ναι, αυτή η αγελάδα ήταν εκπληκτική. Καθημερινά του έδινε τόσο γάλα ώστε να μπορεί να πουλά απ' αυτό στο γαλακτοκομείο. Τον τελευταίο μήνα πήρε τριάντα κορώνες για πληρωμή.
Ο ξένος πήρε στη συνέχεια ένα σκεπτικό ύφος. Γιατί είδε τον γέρονται να σηκώνεται, να πλησιάζει το παράθυρο, να πιάνει ένα δερμάτινο πορτοφόλι που κρεμόταν από ένα καρφί στο κούφωμα του παραθύρου και να βγάζει από μέσα τρία τσαλακωμένα χαρτονομίσματα των δέκα κορωνών. Τα κούνησε μάλιστα επιδεικτικά μπροστά στα μάτια του επισκέπτη του, σήκωσε το κεφάλι σε στάση σπουδαιοφάνειας και, μετά, τα ξανάχωσε στο πορτοφόλι.
Την άλλη μέρα οι δυο άνδρες σηκώθηκαν πολύ πρωί. Ο πρώην σιδεράς βιαζόταν ν' αρμέξει την αγελάδα του και ο άλλος εκτιμούσε ίσως ότι δεν μπορούσε να μένει στο κρεβάτι όταν ο κύριος του σπιτιού ήταν στο πόδι. Άφησαν το σπίτι μαζί. Ο οικοδεσπότης έκλεισε την πόρτα και έβαλε το κλειδί στην τσέπη του. Ο ζητιάνος ευχαρίστησε. Ευθύς μετά καθένας πήρε το δρόμο του.
Νισή ώρα αργότερα ο κατασκευαστής των ποντικοπαγίδων βρισκόταν πάλι έξω από την πόρτα του σπιτιού που τον φιλοξένησε. Δεν προσπάθησε ωστόσο να μπει μέσα. Πλησίασε το παράθυρο, έσπασε ένα τζάμι, έχωσε το χέρι του στο εσωτερικό κι έπιασε το πορτοφόλι με τις τριάντα κορώνες. Έβγαλε από μέσα τα χρήματα και τα ενθυλάκωσε. Ύστερα τοποθέτησε πάλι το δερμάτινο πορτοφόλι εκεί που ήταν κρεμασμένο και έφυγε.
Περπατώντας με τα χρήματα αυτά στην τσέπη του έδινε συγχαρητήρια στον εαυτό του για την πονηριά του. Σκεπτόταν ακόμη ότι στο εξής και για κάποιο χρονικό διάστημα θα ήταν καλύτερα να μη διασχίζει τους δρόμους αλλά να προτιμά τα δάση. Ήταν μια λύση που, τις πρώτες εκείνες ώρες, την έβρισκε εύκολη. Αργότερα, όμως, με το πέρασμα της μέρας, η κατάσταση άλλαξε. Γιατί το δάσος στο οποίο κατέφυγε ήταν τόσο αχανές που εύκολα κανείς θα χανόταν μέσα σ' αυτό. Δοκίμασε να περπατήσει διατηρώντας μια και μόνο κατεύθυνση, αλλά τα μονοπάτια συστρέφονταν περίεργα προς όλες τις πλευρές. Προχώρησε αρκετά χωρίς όμως να συναντά μια παρυφή εσχατιάς του δάσους. Κατάλαβε ότι δεν έκανε τίποτε άλλο από το να γυρίζει κυκλικά στην ίδια περιοχή.
Ύστερα από λίγο θυμήθηκε τους διαλογισμούς του για τον κόσμο και την ποντικοπαγίδα. Η σειρά του είχε έλθει τώρα. Αφέθηκε να δελεαστεί και εγκλωβίστηκε. Το δάσος ολόκληρο, με τους κορμούς των δέντρων και τα κλαδιά τους, τους θάμνους και τα κούτσουρά του, ορθωνόταν γύρω του σαν μια αδιαπέραστη φυλακή απ' όπου δεν μπορούσε πια να ξεφύγει.
... ... ... η συνέχεια και το τέλος στο
ΕΚΕΒΙ, σελ. 36.
Μετάφραση: Κώστας Κριτσίνης
- από την Νέα Εστία, τχ. 1668
Πρωτοχρονιά 1997